ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΗ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ-ΜΕΛΕΤΗ
Ψυχολογική υποστήριξη μελετη
Βίκυ Παπαδοπούλου - Πανεπιστήμιο Αθηνών
Ψυχολογική υποστήριξη & ivf
Συμβουλευτική
Έρευνα- Τα συναισθήματα των ελληνίδων γυναικών
Συμπεράσματα-Συζήτηση
Βιβλιογραφία
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας τα υπογόνιμα ζευγάρια αποτελούν περίπου το 15% του γενικού πληθυσμού και συγκεκριμένα στην Ελλάδα υπολογίζονται περίπου σε 250.000 ? 300.000 (Λαϊνάς, 2002). Ωστόσο, τα υπογόνιμα ζευγάρια σε ολόκληρο τον κόσμο είναι περίπου 50 ? 80 εκατομμύρια. Το ποσοστό αυτό δεν είναι ισομερώς κατανεμημένο γεωγραφικά και δυστυχώς η χώρα μας δείχνει να κατέχει μια από τις πρώτες θέσεις (Conway, Coulson, Desai, Foster, Glazener, Hinton, Hull, Kelly, Lambert, Waall, 1985. Καλογερόπουλος, 1997. Λαϊνάς, 2002).
Επίσης, έχει εκτιμηθεί, ότι περίπου το 10% των ζευγαριών που βρίσκονται σε ηλικία να κάνουν παιδιά έρχονται αντιμέτωπα με μη ηθελημένη ανικανότητα σύλληψης, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε σημαντική συναισθηματική διαταραχή (Pfeffer & Woollett, 1983). Στη Μ. Βρετανία τουλάχιστον 1 στα 6 ζευγάρια αναμένεται ότι θα ζητήσει τη βοήθεια ειδικού κάποια στιγμή στη ζωή του, εξαιτίας μιας περιόδου υπογονιμότητας, η οποία κυμαίνεται κατά μέσο όρο σε 2,5 χρόνια (Hull et al., 1985).
Στη Μ. Βρετανία και στις περισσότερες Ευρωπαϊκές χώρες υπάρχουν συγκεκριμένοι κώδικες ηθικής και νομικά πλαίσια που αφορούν στην εξωσωματική γονιμοποίηση και τις διάφορες τεχνικές υποβοηθούμενης αναπαραγωγής. Συγκεκριμένα, ο Οργανισμός Ανθρώπινης Γονιμοποίησης και Εμβρυολογίας (HFEA) στη Μ. Βρετανία ιδρύθηκε για να ρυθμίζει και να επιβλέπει όλα τα κέντρα θεραπείας της εξωσωματικής γονιμοποίησης, καθώς και για να διασφαλίζει ότι η έρευνα που χρησιμοποιεί έμβρυα διεξάγεται με υπεύθυνο τρόπο (http://www.HFEA.gov.uk). Ωστόσο, στην Αθήνα εκδόθηκε πρόσφατα (20 Δεκεμβρίου 2002) ένας νόμος που επιτρέπει την εξωσωματική γονιμοποίηση (και τις άλλες τεχνικές υποβοηθούμενης αναπαραγωγής) με απαραίτητη προϋπόθεση την έγγραφη συναίνεση όλων των προσώπων που συμμετέχουν σε αυτές και τη μη γνωστοποίηση της ταυτότητάς τους (http://www.kosmogonia.gr).
Λαμβάνοντας υπόψη, ότι η υπογονιμότητα αποτελεί ένα κοινό ιατρικό πρόβλημα, εφόσον το 10 με 15% των ζευγαριών δεν είναι σε θέση να επιτύχουν μια εγκυμοσύνη ή να την φέρουν σε αίσιο πέρας, (Hull et al., 1985. Καλογερόπουλος, 1997) η προσοχή εστιάζεται κυρίως στην οργανική πλευρά του προβλήματος, με αποτέλεσμα η συναισθηματική του διάσταση να παραμελείται και τα υπογόνιμα ζευγάρια να υπομένουν αβοήθητα τις επιπτώσεις του (Kentenich, 2002). Φαίνεται όμως ότι τα ζευγάρια αυτά, όχι μόνο βιώνουν μια κρίση, αλλά η κρίση αυτή τείνει να εντείνεται καθώς η θεραπεία παρατείνεται. Όλα δείχνουν ότι η εξωσωματική γονιμοποίηση είναι από μόνη της μια κατ? εξοχήν στρεσογόνος διαδικασία, πόσο μάλλον το να ακολουθεί το ζευγάρι συστηματικά κάποιο συγκεκριμένο πρόγραμμα εξωσωματικής γονιμοποίησης.
Τα υπογόνιμα ζευγάρια αποτελούν μια ομάδα ανθρώπων οι οποίοι, χωρίς να εμφανίζουν μια σωματική ασθένεια, υποφέρουν συναισθηματικά από την συχνά μακράς διαρκείας κατηγοριοποίησή τους στους άτεκνους. Η κατηγοριοποίηση αυτή κυριαρχεί στη σκέψη τους και καθορίζει τις αποφάσεις τους για το μέλλον. Η ανεπιθύμητη ατεκνία, πέρα από κάθε αμφιβολία, απειλεί κάθε πλευρά της ζωής τους: την ταυτότητά τους, τα συναισθήματά αυτοεκτίμησής τους, το ρόλο τους ως πατέρα και μητέρας, τις προσδοκίες τους για το μέλλον, τη σχέση τους με τους άλλους, την κοινωνική και ίσως και επαγγελματική τους υπόσταση. Κατά συνέπεια η συναισθηματική φόρτιση για τα ζευγάρια που επιλέγουν τις διαδικασίες της εξωσωματικής γονιμοποίησης είναι μεγάλη καθώς η εκπλήρωση του πολυπόθητου στόχου (η απόκτηση ενός ζωντανού και υγιούς παιδιού) είναι συνήθως ζήτημα πολλών ετών και έντονων προσπαθειών και η κατάληξη των προσπαθειών δεν είναι πάντα η ποθητή (Golombok, 1992. Kentenich, 2002. Menning, 1980. Moller & Fallstrom, 1991).
Πολλές είναι οι έρευνες που έχουν δείξει ότι τα συναισθήματα που εμφανίζουν και οι δύο γονείς κατά τη διάρκεια ενός προγράμματος εξωσωματικής γονιμοποίησης, με μεγαλύτερο όμως το ποσοστό των γυναικών, είναι το άγχος και η κατάθλιψη, τα οποία δημιουργούν με τη σειρά τους μια ανησυχία?ανυπομονησία, ενοχές και ένταση οδηγώντάς τους πολλές φορές και στην πλήρη απομόνωση (Bell, 1981. Berg & Wilson, 1990. Comninos, Danesis, Mantalenakis, Mantzavinos, Sarris, Tarlatzis & Tzigounis, 1988. Seibel & Taymor, 1982. Slade, 1981).
Σύμφωνα με τον Boivin, κρίνεται απαραίτητο όλα τα νόμιμα κέντρα IVF να παρέχουν συμβουλευτικές υπηρεσίες σε όλα τα υπογόνιμα ζευγάρια (Boivin, 2002). Σε πολλές χώρες όπως στη Γερμανία και την Ελβετία, η περίθαλψη με επίκεντρο τον ασθενή έχει γίνει και επίσημα μέρος της ιατρικής περίθαλψης μέσω της εφαρμογής ψυχοσωματικών ή ψυχολογικών αρχών (Bundesarztkammer, 1998. Strauss & Boivin, 2002).
Οι αρχές αυτές μάλιστα υποστηρίζουν ότι οι επαγγελματίες που ασχολούνται με τη βασική ιατρική περίθαλψη έχουν τις ικανότητες να παρέχουν όχι μόνο βασική περίθαλψη με επίκεντρο τον ασθενή, αλλά και συμβουλευτική και ψυχοθεραπευτική παρέμβαση (Kemeter, 1988. Strauss & Boivin, 2002).
Αυτή τη στιγμή στη χώρα μας λειτουργούν 46 κέντρα IVF και ελάχιστα από αυτά παρέχουν ψυχολογική υποστήριξη με τη μορφή συμβουλευτικής σε θέματα γονιμότητας.
Η συμβουλευτική για την υπογονιμότητα είναι μία εξειδικευμένη μορφή συμβουλευτικής που συνδέεται με την πρόβλεψη ιατρικής θεραπείας για την υπογονιμότητα και γίνεται ολοένα και πιο απαραίτητη καθώς αναπτύσσεται η ιατρική τεχνολογία που αφορά πολλές θεραπείες. Συγκεκριμένα, η αναφορά Warnock το 1985 στη Μ. Βρετανία, η οποία αναγνωρίζει την ανάγκη παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών σε όλους τους ασθενείς που υφίστανται τη θεραπεία εξωσωματικής γονιμοποίησης τονίζει: «συστήνουμε να διατίθεται η συμβουλευτική σε όλα τα υπογόνιμα ζευγάρια και στα τρίτα μέλη (δότες, δότριες) σε οποιοδήποτε στάδιο της θεραπείας, τόσο ως αυτούσιο μέλος των διατάξεων της Εθνικής Υπηρεσίας Υγείας, όσο και στον ιδιωτικό τομέα» (Warnock, 1985).
Ο Οργανισμός Ανθρώπινης Γονιμοποίησης και Εμβρυολογίας, (Human Fertilization and Embryology Authority, 1998) στη Μ. Βρετανία, υποστηρίζει ότι το περιεχόμενο της συμβουλευτικής, μπορεί να διαφέρει ανάλογα με τον ασθενή και την θεραπεία που έχει επιλέξει, αλλά συνήθως πρέπει να περιλαμβάνει κάποια μορφή συμβουλευτικής, η οποία να βασίζεται σε μια τουλάχιστον από τις παρακάτω διαδικασίες, παρ? όλο που πολλές φορές στην πράξη αυτές μπορεί να συμπίπτουν:
1. Στη συγκέντρωση και ανάλυση των πληροφοριών (Ενημερωτική Συμβουλευτική)
2. Στις συνέπειες και στη λήψη αποφάσεων (Συμβουλευτική Επιπτώσεων)
3. Υποστηρικτική Συμβουλευτική
4. Θεραπευτική Συμβουλευτική (Strauss & Boivin, 2002).
Στόχος της ενημερωτικής συμβουλευτικής είναι η παροχή επαρκών πληροφοριών όσον αφορά τις ιατρικές πτυχές της θεραπείας (αν και αυτό αποτελεί βασικά ευθύνη του θεράποντος ιατρού), καθώς και τις κοινωνικές ? συναισθηματικές συνέπειες της θεραπείας της υπογονιμότητας.
Παρ? όλα που οι ιατρικές πληροφορίες εμπίπτουν στον τομέα του ιατρού, οι επαγγελματίες της ψυχικής υγείας (Συμβουλευτικοί Ψυχολόγοι) οφείλουν και αυτοί να κατέχουν καλά τα ιατρικά θέματα που ανακύπτουν.
Είναι, συνήθως καθήκον του συμβούλου να βοηθήσει το άτομο να αντιπαραβάλλει και να κατανοήσει όλες τις πληροφορίες που θα συμβάλλουν στη λήψη μιας απόφασης που αφορά τη θεραπεία και τις επιλογές στο θέμα των γονέων (Strauss & Boivin, 2002).
Στη συμβουλευτική των επιπτώσεων, στόχος είναι η παροχή της κατάλληλης βοήθειας στο ζευγάρι, ώστε να εξετάσει, να συνειδητοποιήσει και να λάβει υπόψη του όλες τις πιθανές επιπτώσεις που μπορεί να έχει η προτεινόμενη θεραπεία όχι μόνο στο ίδιο, αλλά και στην οικογένειά του, καθώς και στο παιδί που θα γεννηθεί ως αποτέλεσμα της εξωσωματικής γονιμοποίησης (Strauss & Boivin, 2002).
Η υποστηρικτική συμβουλευτική έχει στόχο να παρέχει συναισθηματική και ψυχολογική υποστήριξη στα υπογόνιμα ζευγάρια σε περιόδους έντονου στρες, όπως μετά από μια ανεπιτυχή προσπάθεια εγκυμοσύνης και κυρίως σε ασθενείς που υποφέρουν από κατάθλιψη.
Τέλος, η θεραπευτική συμβουλευτική μπορεί να περιλαμβάνει στρατηγικές υποστήριξης στα ζευγάρια (όπως, στρατηγικές για τη μείωση του άγχους), με επίκεντρο την κατανόηση των ψυχολογικών συνεπειών της ατεκνίας, και κυρίως την αντιμετώπιση και επίλυση των προβλημάτων τους (Strauss & Boivin, 2002).
Ένα μοντέλο που θα μπορούσε να αναφερθεί ως οδηγός στη συμβουλευτική υπογόνιμων ζευγαριών είναι το Μοντέλο Συμβουλευτικής Υπογονιμότητας (Infertility Counseling Model ? ICM), το οποίο βασίζεται στο μοντέλο συμβουλευτικής τριών σταδίων του Gerard Egan και εισήχθη από την Jane Read μέσω της δουλειάς της ως σύμβουλος της εξωσωματικής γονιμοποίησης (Read, 1995).
Το Μοντέλο Συμβουλευτικής Υπογόνιμων Ζευγαριών, το οποίο έχει αποδειχθεί ιδιαίτερα αποτελεσματικό για την ψυχολογική υποστήριξη αυτών των ζευγαριών περιλαμβάνει πέντε στάδια: διάγνωση, έλεγχος συναισθημάτων, λήψη αποφάσεων, ξεκίνημα θεραπείας και αναμονή αποτελεσμάτων.
Σύμφωνα με το Μοντέλο Συμβουλευτικής Υπογόνιμων Ζευγαριών (ICM) το ζευγάρι που υπόκειται σε θεραπεία εξωσωματικής γονιμοποίησης μπαίνει σε ένα κύκλο συναισθημάτων: από τη διάγνωση στον έλεγχο των συναισθημάτων και στη συνέχεια στο σχέδιο δράσης, στη θεραπεία και στην αναμονή των αποτελεσμάτων αυτής. Αν τα αποτελέσματα είναι αρνητικά, το ζευγάρι επιστρέφει στο δεύτερο στάδιο του ελέγχου των συναισθημάτων και δοκιμάζει για ακόμη μια φορά τα ίδια συναισθήματα.
Εξωσωματική γονιμοποίηση σε ελληνίδες γυναίκες και ψυχολογική υποστήριξη:
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Το πρόβλημα της υπογονιμότητας αντιμετωπίζεται ως βιολογικό ή ιατρικό, ενώ η συναισθηματική του διάσταση παραμελείται. Το δείγμα της έρευνας αποτέλεσαν 100 ελληνίδες γυναίκες που συμμετείχαν κατά τους μήνες Μάρτιο, Απρίλιο, Μάιο και Ιούνιο του 2003 στο πρόγραμμα εξωσωματικής γονιμοποίησης σε τρεις Μονάδες Ιατρικής Αναπαραγωγής των Αθηνών. Για την έρευνα χρησιμοποιήθηκε, πέρα από ένα δημογραφικό ερωτηματολόγιο, ένα αυτοσχέδιο ερωτηματολόγιο, βασισμένο στο Infertility Questionnaire (Beinstein, Mattox & Potts, 1985) και το Infertility Coping Test του Dr. Servera, (2000), (http://www.drneil.com/indextwo.html), σταθμισμένα στην Αγγλία. Το αυτοσχέδιο ερωτηματολόγιο αποτελείται από 30 ερωτήσεις, οι οποίες μελετούν τις απόψεις και τα συναισθήματα των γυναικών αυτών κατά τη θεραπεία της εξωσωματικής γονιμοποίησης, καθώς και τη σχέση με το σύντροφό τους. Τα ευρήματα έδειξαν ότι: 1) Η υπογονιμότητα και οι διάφορες διαδικασίες θεραπειών αναπαραγωγής συνδέονται με μεγάλη συναισθηματική αναταραχή για το ζευγάρι. Τα συναισθήματα που οι γυναίκες του δείγματος δηλώνουν ότι βιώνουν ως αποτέλεσμα της υπογονιμότητας και της θεραπείας αυτής είναι το άγχος, οι συχνές εναλλαγές στη διάθεση, η νευρικότητα, η εσωστρέφεια, η κατάθλιψη, ο θυμός και τα συναισθήματα ενοχής. 2) Η σεξουαλική δυσλειτουργία και η διαπροσωπική αποξένωση στο γάμο βιώνονται επίσης ως αποτέλεσμα της θεραπείας της υπογονιμότητας. 3) Η ψυχολογική υποστήριξη κατά τη διάρκεια της θεραπείας της υπογονιμότητας θεωρείται απαραίτητη από όλα τα υπογόνιμα ζευγάρια.
Το δείγμα της παρούσας έρευνας αποτέλεσαν 100 ελληνίδες γυναίκες που συμμετείχαν κατά τους μήνες Μάρτιο έως και Ιούνιο του 2003 στο πρόγραμμα εξωσωματικής γονιμοποίησης σε τρεις Μονάδες Ιατρικής Αναπαραγωγής των Αθηνών. Για την έρευνα χρησιμοποιήθηκε ένα δημογραφικό και ένα ανώνυμο αυτοσχέδιο ερωτηματολόγιο βασισμένο στα ερωτηματολόγια Infertility Questionnaire (Beinstein, Mattox & Potts, 1985) και Infertility Coping Test του Dr. Servera (2000), σταθμισμένα στην Αγγλία. Το αυτοσχέδιο ερωτηματολόγιο αποτελείται από 30 ερωτήσεις, οι οποίες μελετούν τις απόψεις και τα συναισθήματα αυτών των γυναικών κατά τη διάρκεια της θεραπείας, καθώς και τη σχέση με το σύντροφό τους. Περιλαμβάνει δύο μέρη: α) το ιστορικό γάμου του κάθε ζευγαριού και β) ερωτήσεις που αφορούν το πρόβλημα υπογονιμότητας που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες και κατ? επέκταση το ζευγάρι (συναισθήματα, σχέση), καθώς και το κατά πόσο οι ίδιες οι γυναίκες κρίνουν ότι χρειάζονται ψυχολογική υποστήριξη από τα κέντρα εξωσωματικής γονιμοποίησης. Ο τρόπος χορήγησης ήταν για όλα τα άτομα ο ίδιος: τα ερωτηματολόγια χορηγήθηκαν στο διάστημα μεταξύ Μαρτίου και Ιουνίου 2003 ατομικά μέσα στο χώρο των μαιευτηρίων, ανεξάρτητα από το στάδιο της εξωσωματικής γονιμοποίησης που βρίσκονταν οι γυναίκες, με κύρια προϋπόθεση να έχουν προβεί στο 1ο στάδιο (ωοληψία). Ως προς το δείγμα:
Μόνο 2 γυναίκες του δείγματος δηλώνουν άγαμες και 7 την ύπαρξη ενός παιδιού στην οικογένεια. Οι περισσότερες είναι παντρεμένες 1?5 χρόνια.
Ως προς την ηλικία των γυναικών του δείγματος το μεγαλύτερο ποσοστό (65%) συγκεντρώνουν οι ηλικίες 31?40 ετών. Συγκεκριμένα, το 39% των γυναικών είναι ηλικίας 31-35 ετών, ενώ το 26% είναι ηλικίας 36 ? 40 ετών. Το 23% των γυναικών βρίσκεται στην ηλικία έως 30 ετών και ένα μικρό ποσοστό 12% βρίσκεται στη ηλικία άνω των 40 ετών.
Ως προς την ηλικία του συντρόφου των 100 γυναικών προκύπτει ότι, το μεγαλύτερο ποσοστό (36%) συγκεντρώνουν οι ηλικίες 36 έως 40 ετών, ενώ για το 30% οι ηλικίες των συντρόφων είναι μικρότερες των 35 ετών. Στις ηλικίες άνω των 45 αφορά μόνο το 13% των συντρόφων, ενώ τις ηλικίες των συντρόφων 41 ? 45 ετών δήλωσε το 21% των γυναικών.
Ως προς τις αιτίες καταφυγής σε εξωσωματική γονιμοποίηση, ο ανδρικός παράγοντας εμφανίζεται ως η βασικότερη αιτία της υπογονιμότητας με ποσοστό (52%). Ακολουθούν προβλήματα στη σάλπιγγα (25%), ανεξήγητη στειρότητα (20%), προβλήματα ωοθυλακιορρηξίας (17%) και ενδομητρίωση (5%). Ένα μικρό μόνο ποσοστό (1%) αναφέρει ως αιτία καταφυγής σε IVF την έλλειψη μήτρας.
Η έκβαση της IVF για το 52% του δείγματος ήταν ανεπιτυχής, για το 41% επιτυχής, ενώ ένα ποσοστό της τάξεως του 7% διέκοψε τη θεραπεία πριν το πέρας της.
Τα αποτελέσματα της έρευνας συμφωνούν με τη διεθνή βιβλιογραφία: η υπογονιμότητα εμφανίζεται στα περισσότερα ζευγάρια στον 1ο με 2ο χρόνο του γάμου τους. Το 32% των ζευγαριών αντιλήφθηκαν την υπογονιμότητα στον 1ο χρόνο γάμου και το 38% κατά τη διάρκεια του δευτέρου. Ωστόσο, υπήρξε και ένα πολύ μικρό ποσοστό (8%) που γνώριζε το πρόβλημα πριν από το γάμο. Το 45% βρίσκεται στην πρώτη προσπάθεια εξωσωματικής, ενώ υπάρχει ένα 23% που βρίσκεται στη δεύτερη. Ένα ποσοστό 30% έχει κάνει από 3-10 προσπάθειες, ενώ χαρακτηριστικές είναι οι περιπτώσεις δύο γυναικών, εκ των οποίων η μια βρίσκεται ήδη στην 11η προσπάθεια, ενώ η άλλη έχει υποβληθεί στη θεραπεία 22 φορές μέχρι τώρα.
Όπως είναι αναμενόμενο, όλες οι γυναίκες του δείγματος επιθυμούν έντονα ν? αποκτήσουν ένα παιδί. Οι περισσότερες γυναίκες βαθμολογούν αυτή την επιθυμία πάνω από 5 σε μια κλίμακα από το 1 έως το 10. Συγκεκριμένα, το 93% των γυναικών βαθμολογεί την επιθυμία απόκτησης παιδιού με 8, 9 και 10 (το 73% δίνει βαθμό 10, το 10% δίνει βαθμό 9 και το υπόλοιπο 10% δίνει βαθμό 10).
Οι πρώτες αντιδράσεις που δηλώνουν ότι εμφανίζουν οι γυναίκες μπροστά στην είδηση ότι δεν μπορούν να κάνουν παιδιά, είναι η οργή/θυμός (46%), η απόγνωση (34%), και κατ? επέκταση η δυσκολία να το πιστέψουν, η οποία ορισμένες φορές αγγίζει και τα όρια της άρνησης (26%).
Οι στάσεις, οι αντιδράσεις και τα συναισθήματα των γυναικών του δείγματος μετά τη διάγνωση του προβλήματος της υπογονιμότητας είναι ποικίλα και πολύπλοκα. Αξίζει να σημειωθεί ότι, το 79% των γυναικών αισθάνονται έντονα το συναίσθημα της λύπης, ενώ το 18% αναφέρει συναισθήματα ενοχής και ένα 6% συναισθήματα ντροπής. Επίσης, το 63% των γυναικών αναφέρουν ανησυχία σχετικά με την πορεία του προβλήματος, το 40% δηλώνουν «ευάλωτες» και το 27% «εύθικτες» από τη στιγμή που διαγνώστηκε το πρόβλημα .
Το 57% των γυναικών δηλώνουν ότι δεν χάνουν την εμπιστοσύνη και δεν κατηγορούν κανέναν από τους δύο συντρόφους μετά τη διάγνωση του προβλήματος. Οι γυναίκες, σπάνια χάνουν την εμπιστοσύνη στον σύντροφο (9%), ενώ φαίνεται να χάνουν περισσότερο (39%) την εμπιστοσύνη στον εαυτό τους ? επειδή εκείνες, όπως αναφέρουν, εμπλέκονται περισσότερο στη θεραπεία απ? ότι ο σύντροφος. Επίσης, αρκετές κατηγορούν τον εαυτό τους (34%) για το πρόβλημα της υπογονιμότητας, ενώ ένα μικρό μόνο ποσοστό (17%) κατηγορεί το σύντροφο, κυρίως όταν το πρόβλημα οφείλεται σε αυτόν, όπως οι ίδιες αναφέρουν. Στην ερώτηση «καταναλώνεται αυξημένες ποσότητες τροφής, οινοπνευματωδών, ή φαρμάκων;» ένα μεγάλο ποσοστό, το 66%, δίνει αρνητική απάντηση. Τέλος, το 34% δηλώνει ότι έχει επηρεαστεί η όρεξη του για ζωή.
Το στρες εμφανίζεται σε όλα τα στάδια της θεραπείας. Οι περισσότερες γυναίκες (97%) δηλώνουν ότι έχουν στρες για τη διαδικασία της εξωσωματικής και μάλιστα το 24,7% των γυναικών βαθμολογούν σε κλίμακα από το 1-10 την ένταση του στρες με 10. Ακολουθεί το 18,6% των γυναικών με βαθμό 6, το 15,5 με βαθμό 7, το14,4 με βαθμό 5 και το 11,3 με βαθμό 9. Ένα ποσοστό 9,3% βαθμολογεί το στρες με 8, ενώ ένα 6,2% δίνει βαθμούς από το 1 έως και το 4. Ωστόσο, όλες οι γυναίκες, ανεξάρτητα από τη βαθμολογία που δίνουν στην ένταση του στρες, αναφέρουν πως περισσότερο στρες έχουν κυρίως στο τελευταίο στάδιο της θεραπείας, καθώς περιμένουν τα αποτελέσματα κυήσεως.
Οι περισσότερες γυναίκες του δείγματος (64%) βιώνουν την όλη διαδικασία ως «επώδυνη» σωματικά και ψυχολογικά, δίνοντας συγκεκριμένα τον χαρακτηρισμό «ψυχοφθόρα».
Κατά τη διάρκεια της θεραπείας το 69% των γυναικών παρουσιάζουν απότομες αλλαγές στη διάθεση, ενώ το 66% έντονο το συναίσθημα της νευρικότητας. Επιπλέον, έντονα είναι και τα συναισθήματα εσωστρέφειας και στεναχώριας που βιώνει το 38% των γυναικών, κατά τη συμμετοχή τους στο πρόγραμμα εξωσωματικής. Πολλές γυναίκες που βρίσκονται στη θεραπεία αναφέρουν απότομες αλλαγές στις συνήθειες του ύπνου τους ? 33% δηλώνουν αϋπνία ? καθώς και στο βάρος ή την όρεξή τους ? 31% καταναλώνουν αυξημένες ποσότητες τροφής. Ακολουθούν συναισθήματα κατάθλιψης και μειωμένης αυτοσυγκέντρωσης από το 31% των γυναικών, ταχυπαλμίας από το 25% και τέλος μοναξιάς και απομόνωσης από το 22%.
Ο σύντροφος δεν μπορεί να τις καταλάβει απόλυτα, εφόσον ήταν και δική τους επιλογή να υποβάλλουν τον εαυτό τους σε εξωσωματική γονιμοποίηση, με αποτέλεσμα να αρχίζουν οι πρώτες συγκρούσεις ανάμεσα στο ζευγάρι (22% των ζευγαριών απομακρύνονται ο ένας από τον άλλον). Το 35% των γυναικών αναφέρουν ότι η σχέση με τον σύντροφο έχει επηρεαστεί και μάλιστα, το 45,7% αυτών των γυναικών παραδέχονται ότι έχει επηρεαστεί αρνητικά, από την στιγμή που ανακάλυψαν το πρόβλημα, αλλά και αργότερα κατά τη διάρκεια της θεραπείας (30% αναφέρουν ότι δυσκολεύονται να μεταδώσουν τα συναισθήματά τους σχετικά με την υπογονιμότητα στον σύντροφο). Παρ? όλα αυτά, το 45% των γυναικών δηλώνουν ότι το πρόβλημα έχει επηρεάσει εξίσου και τους δύο συντρόφους.
Τι συμβαίνει αν το ζευγάρι δεν «καταφέρνει» μια εγκυμοσύνη, αν μια γυναίκα δεν μπορεί να την φέρει σε πέρας; Τι συμβαίνει όταν η οικογένεια, οι συγγενείς και οι φίλοι αρχίζουν τις ερωτήσεις, επιρρίπτοντας έμμεσα την ευθύνη στο ζευγάρι; Σύμφωνα με τη βιβλιογραφία, οι γυναίκες συνήθως αναστατώνονται έντονα από τέτοιου είδους οικογενειακές πιέσεις και αποξενώνονται, με αποτέλεσμα να επιλέγουν την απόκρυψη του προβλήματος από τους δικούς τους ανθρώπους Αρκετά ζευγάρια περνούν όλη αυτή τη διαδοχή των συναισθημάτων μόνα τους. Το 18% του δείγματος δηλώνει ότι οι γονείς/συγγενείς δεν γνωρίζουν το πρόβλημα, το 50% ότι δεν το γνωρίζουν οι φίλοι και το 78% δεν γνωστοποιεί το πρόβλημα στον ευρύτερο κοινωνικό του περίγυρο. Θεωρούν ότι κανείς δεν μπορεί να τους κατανοήσει, επειδή ακριβώς δεν βρίσκεται στη θέση τους.
Τέλος, το 73% των γυναικών του δείγματος που αναφέρουν ότι τις απασχολεί συνεχώς η απόκτηση ενός παιδιού, δηλώνουν έντονα την επιθυμία απόκτησης ενός παιδιού. Επίσης, θεωρούν σε μεγαλύτερο βαθμό την απόκτηση ενός παιδιού αυτή την περίοδο ως το σημαντικότερο πράγμα στη ζωή τους. Αντίθετα, το 27% των γυναικών που αναφέρουν ότι δεν τις απασχολεί συνεχώς η απόκτηση ενός παιδιού, δηλώνουν μικρότερη σε βαθμό επιθυμία, καθώς δε θεωρούν ότι ένα παιδί είναι το πιο σημαντικό πράγμα στη ζωή τους αυτή τη στιγμή. Για τις απόψεις των γυναικών αυτών σχετικά με την τεκνοποίηση ως προς τη μεταβλητή «σας απασχολεί συνεχώς η απόκτηση ενός παιδιού» βρέθηκε και πάλι στατιστικώς σημαντική διαφορά.
Η προσωπικότητα της κάθε γυναίκας και ο τρόπος αντίληψης ? αντιμετώπισης των πραγμάτων στην καθημερινή της ζωή παίζει σημαντικό ρόλο στη ψυχολογική διάθεση αυτής κατά τη διάρκεια της θεραπείας. Η έρευνα έδειξε ορισμένες σημαντικές συσχετίσεις μεταξύ των γενικών χαρακτηριστικών της προσωπικότητας του δείγματος και των συναισθημάτων που αυτό βιώνει κατά τη διάρκεια της θεραπείας της εξωσωματικής γονιμοποίησης.
Οι αισιόδοξες γυναίκες εμφανίζονται σε όλη τη διάρκεια της θεραπείας περισσότερο ήρεμες [σπάνια αναφέρουν το κλάμα (23,8%) ή συναισθήματα όπως κατάθλιψη (20%), απομόνωση (14,3%)],σε σύγκριση με αυτές που νιώθουν γενικά στη ζωή τους μια απογοήτευση, αδυναμία ? απαισιοδοξία [κλαίνε συνεχώς (66,7%) κατά τη διάρκεια της θεραπείας και αισθάνονται μοναξιά (42,9%), απομόνωση (47,4%), κατάθλιψη (61,9%)]. Σημαντικό δε είναι ν? αναφερθεί ότι 7 στις 10 «εξαρτημένες» γυναίκες (70%) αναφέρουν το κλάμα και την απομόνωση ως τα κυρίαρχα συναισθήματα κατά τη διάρκεια της θεραπείας.
Αξιοσημείωτη είναι η απάντηση στην ερώτηση «αν δε μπορείτε ν? αποκτήσετε παιδί με δικό σας ωάριο και σπέρμα ή αν δεν έχετε επαρκή παραγωγή, θα δεχόσασταν να αποκτήσετε παιδί από ωάριο δότριας ή σπέρμα δότη ή και τα δύο;». Οι περισσότερες γυναίκες (62,6%) δίνουν αρνητική απάντηση υποστηρίζοντας πως σε μια τέτοια περίπτωση θα επέλεγαν την υιοθεσία ως την καλύτερη λύση στο πρόβλημά τους και όχι τη δωρεά σπέρματος ή ωαρίων.
Τέλος τα αποτελέσματα της έρευνας έδειξαν ότι το 86% των γυναικών πιστεύουν ότι θα τους ήταν χρήσιμη κάποια ψυχολογική υποστήριξη κατά τη διάρκεια της IVF και μάλιστα το 91% θα την δέχονταν με μεγάλη προθυμία, αν αυτή προσφερόταν από την εκάστοτε Μονάδα Ιατρικής Αναπαραγωγής.
Μόνο το 10% των γυναικών δηλώνουν ότι δέχονται αυτή τη στιγμή ψυχολογική υποστήριξη από τη Μονάδα που τις παρακολουθεί, ενώ το 100% πιστεύει πως η ψυχολογική υποστήριξη θα πρέπει να προσφέρεται στα υπογόνιμα ζευγάρια από όλα τα κέντρα εξωσωματικής γονιμοποίησης.
Η παρούσα έρευνα αποτελεί προσπάθεια εκτίμησης των συναισθημάτων των ελληνίδων γυναικών που υποβάλλονται σε θεραπεία εξωσωματικής γονιμοποίησης και ταυτόχρονα εντοπισμού ενδεχόμενου αιτήματος για παροχή ψυχολογικής υποστήριξης στα υπογόνιμα ζευγάρια. Τα αποτελέσματα της παρούσας έρευνας θεωρούνται ενδεικτικά, γίνονται δεκτά με κάθε επιφύλαξη εφόσον αφορούν στο συγκεκριμένο δείγμα και απαιτούν την ανάλογη προσοχή. Εντούτοις, συμφωνούν με προηγούμενες έρευνες και αποδεικνύουν ότι η υπογονιμότητα μπορεί να προκαλέσει μεγάλη συναισθηματική αναταραχή.
Από τα αποτελέσματα της έρευνας συμπεραίνουμε ότι η υπογονιμότητα, αλλά και οι διάφορες διαδικασίες θεραπειών αναπαραγωγής δημιουργούν μεγάλη συναισθηματική αναταραχή στο ζευγάρι. Συγκεκριμένα:
α) Όλες οι γυναίκες του δείγματος επιθυμούν έντονα να αποκτήσουν παιδί. Η είδηση της υπογονιμότητας προκαλεί έντονο θυμό ? οργή και φέρνει τις γυναίκες σε απόγνωση. Η δυσκολία να πιστέψουν το γεγονός αγγίζει κάποιες φορές τα όρια της άρνησης, ενώ τα συναισθήματα που ακολουθούν είναι λύπη, ανησυχία, ενοχή και ντροπή.
Το εύρημα αυτό συμβάλει στο να κατανοήσουμε κάτι από τη δυναμική της υπογονιμότητας. Πράγματι, στην εποχή μας ένα παιδί έχει γίνει ένα «πρέπει» στο σύστημα αναπαραστάσεων του ατόμου και της οικογένειας. Σύμβολο διαιώνισης του είδους, το παιδί είναι και το σύμβολο της σεξουαλικής ταυτότητας, της σωματικής ακεραιότητας, της κοινωνικής ένταξης του ατόμου και του ζευγαριού. Δεν εκπλήσσει λοιπόν το γεγονός ότι το παιδί που δεν λέει να έρθει, όχι μόνο ξυπνάει όλων των ειδών τους φόβους, στους οποίους το ζευγάρι ανθίσταται με αμυντικό τρόπο μέσα από συναισθήματα λύπης και υποτίμησης, αλλά μετατρέπεται και σε εμμονή του ζευγαριού που δεν μπορεί να κάνει ένα παιδί τη στιγμή που το θέλει. Η διάγνωση της στειρότητας, αυτό το «ποτέ πια», συνδέεται με ένα βαθύ τραυματισμό της φιλαυτίας, βιώνεται ως απότομο και βαθύ ναρκισσιστικό πλήγμα στις γυναίκες αλλά και στους άνδρες. Τους δίνει ταυτόχρονα το συναίσθημα του γελοίου, καθώς και του χαμένου χρόνου, αφού όλον αυτό τον καιρό που έπαιρναν προφυλάξεις, δεν υπήρχε κίνδυνος εγκυμοσύνης (Delaisi de Parseval, 1983). Στις «σοφές» και «ψυχαναγκαστικές» δυτικές κοινωνίες, αυτό το ναρκισσιστικό πλήγμα αποκτά μεγάλη σημασία, όχι τόσο σε κοινωνικό επίπεδο (περιθωριοποίηση) όπως στους παραδοσιακούς πολιτισμούς, όσο σε ένα ακόμη πιο «αρνητικό» επίπεδο, το επίπεδο του σώματος όπου παγιδεύεται κανείς πιο εύκολα.
β) Ως αποτέλεσμα της θεραπείας για την υπογονιμότητα οι γυναίκες της έρευνας δηλώνουν ότι αισθάνονται έντονο στρες, κυρίως κατά τα τελευταία στάδια της θεραπείας, νευρικότητα, κατάθλιψη, εσωστρέφεια, συχνές εναλλαγές στη διάθεση, στο βάρος ή στην όρεξη και στις συνήθειες του ύπνου, ντροπή και ενοχή, αφού κατηγορούν κυρίως τον εαυτό τους.
Επίσης, θεωρούν ως πηγή των σεξουαλικών δυσλειτουργιών, των συγκρούσεων και της αποξένωσης από τον σύντροφο την μακροχρόνια και επίπονη θεραπεία της υπογονιμότητας. Οι περισσότερες γυναίκες βιώνουν τη διαδικασία της θεραπείας ως «επώδυνη», σωματικά και ψυχικά, χαρακτηρίζοντάς την «ψυχοφθόρα» και επιλέγοντας ταυτόχρονα την απόκρυψη του προβλήματος από τους δικούς τους ανθρώπους.
Η σεξουαλική επαφή είναι ένας ουσιαστικός τρόπος έκφρασης συναισθημάτων, μοιράσματος και δέσμευσης, καθώς και ενίσχυσης των δεσμών ανάμεσα στον άνδρα και μια γυναίκα.
Η σεξουαλικότητα και η σεξουαλική δραστηριότητα αποτελούν ένα μοναδικό συνδυασμό σωματικής, συναισθηματικής και κοινωνικής έκφρασης, που φέρνει τα άτομα κοντά και τους δίνει την ευκαιρία να κάνουν παιδιά, να παίξουν, αλλά και να εκφράσουν τον πόθο, τις επιθυμίες και τις ανάγκες τους. Η σεξουαλικότητα επηρεάζεται από τα κοινωνικό πλαίσιο, τους νόμους, τα συναισθήματα, την υγεία και την ευημερία, τα σεξουαλικά ερεθίσματα και την εικόνα που έχουμε για τον εαυτό μας. Η σεξουαλική εμπειρία είναι μια από τις μοναδικές, τις πιο στενές και τις ικανοποιητικές εμπειρίες του ανθρώπου. Για πολλά υπογόνιμα ζευγάρια, όμως, η ευχάριστη εμπειρία της σεξουαλικής οικειότητας αλλάζει και η σεξουαλική επαφή γίνεται προγραμματισμένη, προβλέψιμη και καθόλου συναρπαστική. Παύει να είναι ένας τρόπος επικοινωνίας και οικειότητας και στοχεύει μόνο στην τεκνοποίηση. Συχνά επηρεάζεται και η εικόνα που έχει το άτομο για τον εαυτό του (Παπαληγούρα, 2002).
γ) Η παρούσα έρευνα εντοπίζει την επιθυμία για συμβουλευτική υποστήριξη στα υπογόνιμα ζευγάρια κατά τη διάρκεια της «θεραπείας», την οποία τα ίδια τα ζευγάρια θεωρούν απαραίτητη. Τα ζευγάρια θεωρούν απαραίτητη όπως φαίνεται τη συμβουλευτική, όχι μόνο όταν η ιατρική παρέμβαση καταλήγει σε αποτυχία, όπου το ψυχολογικό κόστος είναι αυτονόητο, αλλά και καθ? όλη τη διάρκεια της «θεραπείας». Πράγματι, η σχέση με το παιδί που προσδοκάται να γεννηθεί ανήκει στο πλέγμα των γενεαλογικών σχέσεων και μπροστά σε ένα τόσο σοβαρό πρόβλημα όπως η υπογονιμότητα, είτε στον άνδρα, είτε στη γυναίκα, η ιατρική επιστήμη προσφέρει μια «επανόρθωση». Η ιατρική, και ιδιαίτερα ο θεσμός της εξωσωματικής γονιμοποίησης, φαίνεται να υποστηρίζει, με την κυριολεκτική και τη μεταφορική έννοια της λέξης, τη γενεαλογική συνέχεια.
Δεν γνωρίζουμε όμως το ρόλο που διαδραματίζει η ιατρική επιστήμη, και ιδιαίτερα ο θεσμός της εξωσωματικής γονιμοποίησης, στην «επανόρθωση» της υπογονιμότητας για το ζευγάρι. Στην αντιμετώπιση δε του προβλήματος της υπογονιμότητας η έμφαση δίνεται κυρίως στην ιατρική-βιολογική όψη, ενώ η ψυχολογική διάσταση του προβλήματος αγνοείται. Φαίνεται όμως ότι βιώνοντας την κρίση της υπογονιμότητας, φθάνοντας να ζητήσουν ιατρική βοήθεια μέσω της εξωσωματικής γονιμοποίησης και διανύοντας την επίπονη και αβέβαιη ως προς την έκβαση διαδικασία της «θεραπείας», οι δύο σύντροφοι βρίσκονται αντιμέτωποι με ουσιαστικά για τη ζωή τους ερωτήματα που αναβιώνουν εκείνες τις στιγμές. Έτσι, το ζευγάρι που αποδέχεται την λύση της εξωσωματικής γονιμοποίησης ?ακόμη και αν το αίτημα προέρχεται από το ίδιο το ζευγάρι- ζητάει να έχει τη δυνατότητα να εκφράσει ερωτήματα ως προς το αν επιθυμεί πραγματικά ένα παιδί. Αν πρόκειται για επιθυμία στον άνδρα ή στη γυναίκα να πάψει να είναι υπογόνιμος/η (και αντίστοιχα στον κάθε σύντροφο να μην έχει πια υπογόνιμο σύντροφο). Αν πρόκειται για επιθυμία στον άνδρα να μην στερήσει στη γυναίκα του τη μητρότητα και αντίστοιχα στη γυναίκα επιθυμία να μην στερήσει στον άνδρα της την πατρότητα. Αν πρόκειται για ενοχή που στερούν αντίστοιχα τη μητρότητα και την πατρότητα στο σύντροφό τους. Αν πρόκειται για ενοχή που δεν μπορούν να προσφέρουν εγγόνια στους γονείς τους αντίστοιχα. Αν πρόκειται για επιθυμία και στους δύο να βιώσουν αυτή την εμπειρία. Χωρίς τη δυνατότητα, στα πλαίσια της συμβουλευτικής, να κάνουν το πένθος της γονιμότητας, ώστε να δεχθούν την υπογονιμότητά τους, το πένθος της συνήθους πορείας προς την εγκυμοσύνη, ώστε να δεχθούν την παράκαμψη και να ξεπεράσουν την προσποίηση, χωρίς να επεξεργαστούν την επιθυμία τους για απογόνους και τη διαρκή μομφή στην υπογονιμότητά τους που μπορεί να βιώνουν, πώς οι δύο σύντροφοι του ζευγαριού θα δώσουν ένα δικό τους νόημα, και όχι το νόημα που δίνει η κοινωνία, στη σχέση με το παιδί που θα γεννηθεί;
Τα πορίσματα στα οποία καταλήγει αυτή η έρευνα συμβάλουν στην κατανόηση της συναισθηματικής αναταραχής που συνδέεται με την υπογονιμότητα και την «θεραπεία» της, καθώς και στην αναγνώριση του αιτήματος ψυχολογικής υποστήριξης που εντοπίστηκε στα υπογόνιμα ζευγάρια και της χρησιμότητας παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών. Τα πορίσματα της έρευνας δύναται να αξιοποιηθούν στην παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών από τα κέντρα εξωσωματικής γονιμοποίησης και ιατρικής αναπαραγωγής.
Τελειώνοντας, επισημαίνουμε ότι η έρευνα αυτή, ως συμβολή στην κατανόηση της δυναμικής της υπογονιμότητας του ζευγαριού, διανοίγει ερωτήματα. Μπορούμε να διατυπώσουμε το ερώτημα αν και κατά πόσο η συναισθηματική αναταραχή που εντοπίστηκε δύναται με τη σειρά της να έχει επιπτώσεις στη γονιμότητα, ερώτημα που θα ήταν χρήσιμο να διερευνηθεί. Κυρίως όμως θα ήταν χρήσιμο να διερευνηθεί ο δεσμός του ζευγαριού με το παιδί που γεννιέται με την τεχνική της εξωσωματικής γονιμοποίησης. Όταν η αναμονή και η προσμονή του ζευγαριού είναι μακροχρόνια, υπάρχει ο ενδεχόμενος κίνδυνος η επιθυμία για το παιδί να μετατραπεί σε μνησικακία εναντίον αυτού «του παιδιού που δεν λέει να έρθει», αλλά και ταυτόχρονα σε πείσμα εναντίον του ίδιου του σώματός τους που αρνείται να συμπεριφερθεί ως τεκνοποιητικό ρομπότ που λειτουργεί σωστά. Και όταν εν τέλει αυτό το παιδί εμφανίζεται, μπορεί να μην είναι πια και τόσο ευπρόσδεκτο, εφόσον εκπροσωπεί την αποτυχία (ακόμη και αν πρόκειται για «επανορθωμένη αποτυχία») της «τεκνοποιητικής παντοδυναμίας». Το ερώτημα που συμπυκνώνεται εδώ είναι αν τελικά το παιδί είναι σχέδιο αγάπης του ζευγαριού ή αν κυριαρχούν στο σχέδιο αυτό οι ναρκισσιστικές και πρωκτικές συνιστώσες. Ποίο είναι τελικά το ψυχολογικό, ηθικό και οικονομικό κόστος της τεχνικής της εξωσωματικής γονιμοποίησης;
Andrews, FM., Abbey, A., Halman, J. (1991). Stress from infertility, marriage factors, and subjective well ? being of wives and husbands. /Health soc Behav, 32, 238 ? 253.
Appleton, T. (1990). Counseling, care in infertility: The ethic of care. British Medical Bulletin, 46, 842 ? 849.
Beinstein, J., Mattox, J. & Potts, N. (1985). Assessment of psychological dysfunction associated with infertility. JOGN Nurs.
Bell, S.J. (1981). Psychological problems among patients attending an infertility clinic. Journal of Psychosomatic Resources, 25, 1 ? 9.
Berg, B.J. & Wilson, J.F. (1990). Psychiatric morbidity in the infertile population. A reconceptualization. Fertility and Sterility, 53, 654 ? 661.
Boivin, J. (2002). Who is likely to need counseling? ESHRE: Guidelines for Counseling in Infertility. School of psychology, University Cardiff, 9 ? 10.
Bundesarztekammer (1998). Richtlinien zur Durchfuhrung der assistierten Reproduktion. Deutsches Arzteblatt, 95, 2454 ? 2459.
Bydlowski, M. (1978). Les enfants du desir. Le desir d?enfant dans sa relation a l?inconscient. Psychanalyse a l?Universite, 13.
Comninos, A., Danesis, J., Mantalenakis, S., Mantzavinos, T., Sarris, S., Tarlatzis, V. & Tzigounis, B. (1988). In vitro fertilization in the treatment of infertility. Hellenic Obstetrics and Gynecology, 1, p. 92-121.
Conway, D.L., Coulson, C., Desai, K.M., Foster, P.A., Glazener, C., Hinton, R.A., Hull, M., Kelly, N.J., Lambert, P.A. & Waall, E.M. (1985). Population study of census, treatment and outcome of infertility. British Medical Journal, 291, 1963.
Delaisi de Parseval, G., Janaud, A. (1983). L?enfant a tout prix. Paris, Seuil.
Golombok, S. (1992). Psychological functioning in infertility patients. Human Reproduction, 7, 208-212.
Human Fertilization and Embryology Authority (1998). Code of Practice. HFEA, London, UK.
Καλογερόπουλος, Α.Χ. (1997). Υπογονιμότητα στη γυναίκα. Ανθρώπινη αναπαραγωγή. Θεσσαλονίκη, 40 ? 50.
Kemeter, P. (1988). Studies on psychosomatic implications of infertility. Human Reproduction, 3, 341 ? 352.
Kentenich, H. (2002). Introduction. ESHRE: Guidelines for Counseling in Infertility. DRK Frauenklinik, Berlin, 1- 3.
Λαϊνάς, Τ.Γ. (2002). Επιδημιολογία και διαγνωστική προσέγγιση του υπογόνιμου ζευγαριού. Μονάδα Μελέτης και Θεραπείας της Υπογονιμότητας. Αθήνα, Ιατρική Έρευνα Α.Ε.
Menning, B.E. (1980). The emotional needs of infertile couples. Fertility and Sterility, 34, 313-319.
Moller, A. & Fallstrom, K. (1991). Psychological Consequences of infertility. A longitudinal study. Journal of Psychosomatic obstetrics and Gynecology, 12, 27 ? 45.
Παπαληγούρα, Ζ. (2002). Υπογονιμότητα (Συμβουλευτική). Τόμος Α΄. Αθήνα: Παπαζήση.
Pfeffer, N. & Woollett, A. (1983). The Experience of Infertility. London: Virago.
Raimbault, G. (1982). Clinique du reel, Paris, Seuil.
Read, J. (1995). Counseling for Fertility Problems. London: SAGE Publications.
Riddick, DH. (1982). Sexual dysfunction: Cause and result of infertility. Fern patient, 7, 45 ? 48.
Seibel, M.M. & Taymor, M.L. (1982). Emotional aspects of infertility. Fertility and Sterility, 37, 137-145.
Slade, P. (1981). Sexual attitudes and social role orientations in infertile women. Journal of Psychosomatic Resources, 25, 183-186.
Steptoe, P.C. (1978). Time Magazin, 7, 28.
Strauss, B. & Boivin, J. (2002). Counseling within infertility. ΕSHRE: Guidelines for Counseling in Infertility. Friedrich ? Schiller ? University of Jena, school of psychology, Cardiff, 4 ? 6.
Ταρλατζής, Β. (1997). Εξωσωματική γονιμοποίηση. Ανθρώπινη αναπαραγωγή. Θεσσαλονίκη, 97 ? 107.
Walker, HE. (1978). Psychiatric aspects of infertility. Urol Clin North Am, 5, 481 ? 488.
Warnock, M (1985). A Question of Life. Oxford: Blackwell.