Δευτέρα, Δεκ 30th

Last updateΚυρ, 21 Φεβ 2021 9am

Font Size

SCREEN

Cpanel

Giles ivf

Η ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΤΟΥ TIMELAPSE

 darkroom

Τι είναι το time lapse;

Πρόκειται για την συνεχή παρακολούθηση της ανάπτυξης των εμβρύων ενώ αυτά βρίσκονται μέσα στο προστατευμένο περιβάλλον του επωαστή, η οποία μας δίνει πληροφορίες για την ανάπτυξη τους. Το έμβρυο παρακολουθείται και αξιολογείται μέσα σε ένα ελεγχόμενο περιβάλλον και χωρίς να απομακρύνεται από αυτό, όπως συμβαίνει συνήθως. Διαδοχικές φωτογραφίες λαμβάνονται σε τακτά χρονικά διαστήματα και αποθηκεύονται για να αξιολογηθεί έτσι το ιστορικό της ανάπτυξης τους καρέ-καρέ πριν την εμβρυομεταφορά.

Γιατί λοιπόν χρειαζόμαστε το time lapse;

Ένα προφανές πλεονέκτημα είναι το γεγονός ότι δεν απομακρύνουμε το έμβρυο από τον επωαστή. Έτσι έχουμε περισσότερη παρατήρηση με λιγότερη “ταλαιπωρία” για τα έμβρυα. Αλλά το σημαντικότερο πλεονέκτημα έχει να κάνει με την επιλογή εμβρύων. Η επιλογή εμβρύων σήμερα είναι κάπως υποκειμενική. Συχνά οι εμβρυολόγοι διαφωνούν ως προς το πιο είναι το καταλληλότερο έμβρυο για μεταφορά και βασίζουν την άποψη τους στην μορφολογία του εμβρύου μόνο. Υπάρχει λοιπόν μεγάλη διαφορά στα κριτήρια επιλογής μεταξύ κέντρων εξωσωματικής ανά τον κόσμο. Σε συνέδριο στην Κωνσταντινούπολη το 2011 προτάθηκε να δημιουργηθούν κάπως πιο τυποποιημένες μέθοδοι παρατήρησης εμβρύων.

Δεν είμαστε όμως συνήθως σίγουροι για το ποια έμβρυα έχουν τις καλύτερες προϋποθέσεις να προκαλέσουν εγκυμοσύνη. Τα τελευταία χρόνια, πολλά δημοσιευμένα άρθρα έχουν δείξει πως η έγκαιρη διαίρεση των βλαστομεριδίων είναι καλός δείκτης της αναπτυξιακής ικανότητας του εμβρύου. Άλλοι ερευνητές έχουν κοιτάξει την μορφολογία των προπυρήνων (το πρώτο σημάδι επιτυχούς γονιμοποίησης) και την θέση τους σε σχέση με το πολικό σωμάτιο. Όλα αυτά έχουν εμπλουτίσει την γνώση μας για αυτά τα στάδια αυτά αλλά η χρήση τους είναι ακόμη περιορισμένη.

Λόγω λοιπόν αυτής της αβεβαιότητας στην επιλογή εμβρύων, κατά την εμβρυομεταφορά τείνουμε να τοποθετούμε περισσότερα έμβρυα από ότι χρειάζεται, προκαλώντας πολλαπλές κυήσεις, οι οποίες είναι η σοβαρότερη “παρενέργεια” της υποβοηθούμενης αναπαραγωγής.

Υπάρχει όμως μια παγκόσμια τάση να μειώσουμε τις πολύδημες κυήσεις μέσω περιορισμού του αριθμού των μεταφερόμενων εμβρύων, έως και την μεταφορά ενός μόνο εμβρύου (πράγμα που εφαρμόζεται σε αρκετές χώρες ήδη). Ο αριθμός πολλαπλών γεννήσεων στην Ευρώπη το 2013 έχει πέσει κάτω από το 20% για πρώτη φορά. Οι πολύδημες κυήσεις εκτός από τον κίνδυνο που προκαλούν στην υγεία της μητέρας και του παιδιού, δημιουργούν και προβλήματα στα δημόσια συστήματα υγείας λόγω του αυξημένου κόστους περίθαλψης.

Άρα εάν πρέπει να επιλέξουμε μόνο ένα ή το πολύ δύο έμβρυα, οφείλουμε να επιλέξουμε τα καλύτερα. Χρειαζόμαστε λοιπόν ένα καλύτερο σύστημα επιλογής εμβρύων.

Υπάρχουν επεμβατικές τεχνικές επιλογής, μέσω βιοψίας βλαστομεριδίου: Η μέθοδος PGD (προεμφυτευτική γενετική διάγνωση) έχει βοηθήσει αμέτρητα ζευγάρια να αποφύγουν την γέννηση παιδιού με γενετικές ασθένειες (Palmer, 2002). Ο “φτωχός” ξάδελφος αυτής της μεθόδου είναι το PGS (προεμφυτευτική γενετική επιλογή) που επιχειρεί να αποκλείσει τα έμβρυα με ανευπλοειδίες και η χρηστικότητα του βρίσκεται αυτή τη στιγμή υπό μελέτη. Παλιότερες μέθοδοι ανίχνευσης γενετικών ανωμαλιών φαίνεται από πρόσφατες έρευνες να μην έχουν θετική επίδραση στα ποσοστά εγκυμοσυνών (Staessen, 2007) και τώρα η προσοχή στρέφεται στην μέθοδο CGH για την μελέτη ολόκληρου του γονιδιώματος. Αυτή την στιγμή διενεργούνται 11 ξεχωριστές τυχαιοποιημένες ελεγχόμενες δοκιμές. Τα πρώτα αποτελέσματα από την έρευνα του Yang (2011) με την μεταφορά μονών βλαστοκυστών κατόπιν διαλογής με CGH, δείχνουν αρκετά υποσχόμενα.

Αλλά σίγουρα ο καλύτερος τρόπος επιλογής θα ήταν ένας μη επεμβατικός. Έτσι αναζητούνται από ερευνητές κατάλληλα βιοίχνη στα κοκκιώδη κύτταρα (Assou, 2008), στο ωοθηλακικό υγρό (Hamel, 2010) καθώς και στα παράγωγα της ανάπτυξης των εμβρύων (Picton, 2010), που να μπορούν να προβλέψουν την αναπτυξιακή ικανότητα του εμβρύου. Η μέθοδος που βρίσκεται πιο κοντά στην εφαρμογή ονομάζεται “metabolomics”, που αφορά στην μέτρηση των προιόντων του μεταβολισμού του εμβρύου στο καλλιεργητικό υγρό. Αυτή η μέθοδος είναι όμως αρκετά ακριβή, χρονοβόρα, απαιτεί δραστικές πτητικές ουσίες και απαιτητικούς χειρισμούς και επομένως δεν είναι εύχρηστο σύστημα για χρήση σε εργαστήριο εξωσωματικής. Ίσως ο πιο αξιόπιστος τρόπος επιλογής του καλύτερου εμβρύου είναι η εμβρυομεταφορά στο στάδιο της βλαστοκύστης, ο οποίος επιβεβαιώνεται και από πρόσφατες στατιστικές έρευνες που δείχνουν αυξημένα ποσοστά γεννήσεων με αυτή την μέθοδο. Παρόλαυτα, λίγα κέντρα εξωσωματικής κάνουν εμβρυομεταφορές στο στάδιο της βλαστοκύστης λόγω φόβων για την επιρροή της επιμηκισμένης καλλιέργειας στο επιγενετικό επίπεδο. Θα ήταν λοιπόν χρήσιμο να μπορούμε να προβλέψουμε ποια έμβρυα θα αναπτυχθούν σωστά στο στάδιο βλαστοκύστες, αλλά με στατικές παρατηρήσεις, η ικανότητα πρόβλεψης μας είναι μόνο 50% (Rijenders, 1998). Σε αυτό τον τομέα υπερτερεί το timelapse το οποίο με πολλαπλές παρατηρήσεις υπερτερεί των στατικών παρατηρήσεων που συμβαίνουν μια φορά την ημέρα.

Το timelapse εφαρμόζεται σε έμβρυα ζώων εδώ και πολλά χρόνια αλλά ο πρώτος που το εφάρμοσε σε ανθρώπους ήταν ο Payne το 1997. Η ομάδα του χρησιμοποίησε ένα τροποποιημένο ανάστροφο μικροσκόπιο με το οποίο κατέγραψαν την έξοδο του πολικού σωματίου και τον σχηματισμό των προπυρήνων σε γονιμοποιημένα ωάρια. Ο Pribenskzy το 2010 όμως ήταν ο πρώτος που συνδύασε την εμβρυομεταφορά βλαστοκυστών κατόπιν επιλογής με timelapse. Έκτοτε πληθώρα άρθρων έχουν μελετήσει τις μορφοκινητικές παραμέτρους που μπορούν να προβλέψουν την βιωσιμότητα εμβρύων. Το 2010, ο Wong ανέφερε πως μπορούσε κανείς να προβλέψει εάν ένα έμβρυο θα έδινε βλαστοκύστη με ακρίβεια 94% μετά από παρακολούθηση με timelapse. Επίσης μια σειρά άρθρων από την ομάδα IVI στην Ισπανία έχει ασχοληθεί με την συσχέτιση μορφοκινητικών παραμέτρων με ποσοστά εμφύτευσης.

Σήμερα υπάρχουν 3 κύρια συστήματα παρακολούθησης τύπου timelapse: Το PrimoVision χρησιμοποιεί μικροσκοπία φωτεινού πεδίου και λειτουργεί εντός των υπαρχόντων επωαστών του εργαστηρίου. Το Embryoscope, επίσης χρησιμοποιεί φωτεινό πεδίο αλλά δρα και ως αυτόνομος επωαστήρας. Τέλος το EEVA, χρησιμοποιεί μικροσκοπία σκοτεινού πεδίου και λογισμικό με αλγόριθμους για την αυτόματη πρόβλεψη βιωσιμότητας εμβρύων, παρακολουθώντας τις κυτταρικές μεμβράνες.

Στο “ΜΗΤΕΡΑ IVF” λειτουργούμε το σύστημα PrimoVision, που είναι στην ουσία μια συσκευή που τοποθετείται εντός του επωαστή και χρησιμοποιεί οπτικό σύστημα Hoffman (1/1000 του φυσικού φωτισμού). Είναι μια συμπαγής συσκευή χωρίς κινητά μέρη και όλα τα ηλεκτρονικά στοιχεία βρίσκονται εκτός του επωαστή. Η καλλιέργεια των εμβρύων γίνεται σε ειδικό τρυβλίο τύπου “well of the well (wow)” το οποίο έχει ένα “πλέγμα” μικρών πηγαδιών έτσι ώστε όλα τα έμβρυα να καλλιεργούνται στο ίδιο καλλιεργητικό υλικό μεν αλλά σε χωριστά οπτικά πεδία. Τα έμβρυα φωτογραφίζονται κάθε 10 λεπτά, δημιουργώντας ένα φωτογραφικό αρχείο για κάθε μεμονωμένο έμβρυο – διότι οι στατικές παρατηρήσεις είναι παραπλανητικές.

Γνωρίζουμε ότι ο κατακερματισμός βλαστομεριδίων επηρεάζει την ανάπτυξη του εμβρύου και την εμφύτευση του. Τα θραύσματα αυτά όμως μπορεί να είναι δύσκολο να παρατηρηθούν και συχνά είναι παροδικά. Το 2010 ο Pribensky έδειξε ότι περίπου το 12% των εμβρύων ποντικιών δημιουργούν θραύσματα. Το 89% αυτών των εμβρύων επαναπορροφούν τα θραύσματα εντός 9 ωρών. Έτσι η πιθανότητα να μην εντοπιστούν αυτά από εμβρυολόγο με ελέγχους κάθε 2 μέρες ανέρχεται στο 75%.

Οι συσπάσεις στις βλαστοκύστες γενικά θεωρούνται ότι είναι φυσιολογικό φαινόμενο αν και μερικοί ερευνητές θεωρούν ότι επηρεάζουν αρνητικά την εμφύτευση. Η στατική παρατήρηση λοιπόν μπορεί και σε αυτή την περίπτωση να οδηγήσει σε λανθασμένη επιλογή εμβρύου.

Είναι δύσκολο να επιλέξουμε το καλύτερο έμβρυο βασισμένοι μόνον στην μορφολογία πριν από την εμβρυομεταφορά. Υπάρχουν αρκετές ανωμαλίες στους κυτταρικούς κύκλους που μπορεί να ξεχωρίσουν ένα έμβρυο ως χαμηλότερης ποιότητας. Για παράδειγμα ζωικές έρευνες δείχνουν ότι η διαίρεση κατευθείαν από το ένα κύτταρο στα τρία αν και δεν φαίνεται να επηρεάζει την ανάπτυξη εμβρύων σχετίζεται με υψηλή συχνότητα χρωμοσωμικών ανωμαλιών. Ο Rubio το 2011 υποστήριξε πως πολύ σύντομοι κυτταρικοί κύκλοι σχετίζονται με μη ολοκληρωμένη σύνθεση DNA και άνισο καταμερισμό του γονιδιώματος. Ο μηχανισμός αυτής της ανωμαλίας στην πρώτη κυτταρική διαίρεση είναι άγνωστος αλλά πιθανόν να επηρεάζεται από το σπερματοζωάριο και συγκεκριμένα από δυσλειτουργία των κεντριολών. Ένα ακόμη παράδειγμα ανώμαλου κυτταρικού κύκλου είναι η επανένωση των δύο από τα τρία κύτταρα και η επιστροφή στο στάδιο των 2 κυττάρων.

Η παρακολούθηση με timelapse μας επιτρέπει λοιπόν να εντοπίζουμε και να αποκλείουμε ανώμαλα έμβρυα. Μας δίνει όμως επίσης πληροφορίες για τον χρόνο που περνάει μεταξύ σημείων ανάπτυξης. Είναι πολύ δύσκολο να καταλάβει κανείς με στατικές παρατηρήσεις πιο έμβρυο έχει διαιρεθεί πρώτο. Όπως έχουμε προαναφέρει η γρήγορη διαίρεση είναι γενικά επιθυμητή, αλλά η πάρα πολύ γρήγορη διαίρεση έχει συνδεθεί με μειωμένη εμφύτευση. Ο Herrero (2010) στην έρευνα του σε 159 έμβρυα, εξέτασε τον χρονισμό διαφόρων αναπτυξιακών σταδίων (όπως εμφάνιση και εξαφάνιση προπυρήνων) σε σχέση με έμβρυα που είχαν 100% εμφύτευση και 0% εμφύτευση. Χώρισε τις διάρκειες κάθε σταδίου σε τεταρτημόρια και χαρακτήρισε “μη φυσιολογικές” τις διάρκειες στα ακριανά τεταρτημόρια. Είδε έτσι ότι τα έμβρυα με επιτυχή εμφύτευση έτειναν να βρίσκονται στην κεντρική ομάδα ενώ αυτά που απέτυχαν είχαν ή μικρή διάρκεια ή μεγάλη. Υπάρχει λοιπόν ένα βέλτιστο παράθυρο για την διάρκεια κάθε κυτταρικού σταδίου. Μια άλλη έρευνα του Hlinka το 2010 εξέτασε την σημασία της μεσόφασης του κυτταρικού κύκλου (το στάδιο όπου το κύτταρο βρίσκεται σε σχετική ηρεμία) και του χρόνου που χρειάζεται για να ολοκληρωθεί κάθε κύκλος. Η έρευνα αφορούσε σε 28 έμβρυα που εμφυτευτήκαν και δημιούργησαν καρδιακούς χτύπους. Έτσι βρέθηκε ότι η βέλτιστη διάρκεια για την μετάβαση από το ζυγωτό στα 2 κύτταρα είναι 20-26 ώρες, ενώ ο επόμενος κύκλος κρατάει λιγότερο (10-12 ώρες). Επίσης φάνηκε η σημασία του συγχρονισμού των αδελφών κυττάρων. Ο ιδανικός χρόνος για την μετάβαση από τα 3 στα 4 κύτταρα βρέθηκε να είναι 10-20 λεπτά.

era gr

Τα παραπάνω αποτελέσματα δεν προκαλούν έκπληξη καθώς περιγράφουν μια καλά κατανοητή διαδικασία γνωστή σε όλους τους βιολόγους: Αυτήν του κυτταρικού κύκλου. Κάθε κύτταρο που διαιρείται χρειάζεται έναν συγκεκριμένο χρόνο για να διπλασιάσει και να “οργανώσει” τα συστατικά του (DNA, πρωτεΐνες κλπ) ώστε να είναι σε θέση να ολοκληρώσει σωστά την διαίρεση του. Πολύ μικροί κυτταρικοί κύκλοι μπορεί να υποδηλώνουν ότι έχει συμβεί ατελής αντιγραφή του DNA και άνιση κατανομή του κυτταροπλάσματος. Τα βλαστομερίδια δεν διαφέρουν σε αυτό από τα σωματικά κύτταρα και επιπλέον έχουν χαρακτηριστικό της συγχρονισμένης διαίρεσης των διαφόρων κυττάρων που απαρτίζουν το έμβρυο.

Σε ένα σύστημα timelapse έχουμε συνήθως ένα διάγραμμα λοιπόν που μοιάζει με το εξής: Στον ένα άξονα έχουμε τα γεγονότα του κυτταρικού κύκλου (εμφάνιση/εξαφάνιση του προπυρήνα, κυτταρικές διαιρέσεις κλπ), ενώ στον άλλο άξονα βρίσκεται ο χρόνος. Η ανάπτυξη του ιδανικού εμβρύου πρέπει να μας δίνει λοιπόν ένα διάγραμμα με “σκαλιά” που υποδηλώνουν επαρκείς χρόνους ηρεμίας που ακολουθούνται από μια γρήγορη και συγχρονισμένη κυτταρική διαίρεση όλων των βλαστομεριδίων. Εν αντιθέσει ένα έμβρυο με παρακλήσεις από αυτή τη μορφή διαγράμματος θα έχει μακρύτερους ή βραχύτερους χρόνους κυτταρικών κύκλων και λιγότερο άμεσες μεταβάσεις από το στάδιο των 2 στα 4 κύτταρα ή από τα 4 στα 8 και ούτω καθεξής.

kk

Στο πιο διάσημο και σημαντικό άρθρο έως τώρα στον κλάδο της παρακολούθησης εμβρύων μέσω timelapse (που κυκλοφόρησε το 2011), ο Meseguer και η ομάδα του μελέτησαν τα έμβρυα από 285 ζευγάρια, κοιτάζοντας την ταχύτητα των διαφόρων κυτταρικών κύκλων, τον συγχρονισμό των βλαστομεριδίων καθώς και τα ποσοστά εμφύτευσης αυτών των εμβρύων. Χρησιμοποίησαν αυτά τα χαρακτηριστικά για να προβλέψουν πια έμβρυα θα οδηγούσαν σε επιτυχή εμφύτευση και είδαν σημαντικές διαφορές σε όλες τις παραμέτρους αλλά ιδιαίτερα στον χρόνο μετάβασης στα 5 κύτταρα, την διάρκεια του δεύτερου κυτταρικού κύκλου και την μετάβαση από τα 3 στα 4 κύτταρα. Ύστερα με αυτά τα δεδομένα δημιούργησαν ένα ιεραρχικό σύστημα κατάταξης και βαθμολόγησης εμβρύων βάσει των ιδανικών χρόνων όλων των μορφοκινητικών παραμέτρων. Με αυτό το σύστημα τα κύτταρα που έχουν σταματήσει να διαιρούνται ή έχουν γίνει ατροφικά αποκλείονται (όπως και σε άλλα συστήματα βαθμολόγησης εμβρύων). Στη συνέχεια αποκλείονται έμβρυα με πολλαπλούς πυρήνες, κατευθείαν διαίρεση στα 3 κύτταρα και άνισα βλαστομερίδια. Για την υπόλοιπη επιλογή ακολουθείτε το ιεραρχικό σύστημα ως εξής: Αρχικά λαμβάνεται υπόψη ο χρόνος για τα 5 κύτταρα στη συνέχεια ο συγχρονισμός των κυττάρων κατά την δεύτερη κυτταρική διαίρεση και τέλος η διάρκεια του δεύτερου κυτταρικού κύκλου. Έμβρυα που έχουν τα ανώτερα χαρακτηριστικά σε φυσιολογικά επίπεδα ανεβαίνουν την ιεραρχική κλίμακα πλησιάζοντας την βαθμολογία Α ενώ αυτά που παρεκκλίνουν από το φυσιολογικό πλησιάζουν την βαθμολογία D. Από την έρευνα του Meseguer προκύπτει πολύ υψηλή συσχέτιση αυτού του συστήματος βαθμολογίας με ποσοστά εμφύτευσης με τα έμβρυα με υψηλή βαθμολογία να παρουσιάζουν σαφώς αυξημένα ποσοστά από αυτά με χαμηλή βαθμολογία.

cascade gr

Όλα τα παραπάνω μπορεί να φαίνονται περίπλοκα στην εφαρμογή τους αλλά στην πραγματικότητα είναι πολύ εύχρηστα στα πλαίσια ενός εργαστηρίου εξωσωματικής και απλοποιούνται περισσότερο με την χρήση κατάλληλου λογισμικού. Το σύστημα αυτό το έχουν δεχτεί με ενθουσιασμό τα περισσότερα εργαστήρια. Το σύστημα timelapse που λειτουργούμε ενσωματώνεται εύκολα στους υπαρκτούς επωαστήρες του εργαστηρίου. Η τοποθέτηση των εμβρύων στα ειδικά τρυβλία έχει μια αυξημένη δυσκολία η οποία όμως ξεπερνιέται από έναν έμπειρο χειριστή. Η βαθμολόγηση των εμβρύων μπορεί να γίνει χωρίς την πίεση του χρόνου που έχουν οι παρατηρήσεις που γίνονται εκτός του επωαστή και λίγο πριν την εμβρυομεταφορά γίνεται η απλή πλέον επιλογή των καλύτερων εμβρύων. Είναι μια δημοφιλής τεχνική γιατί μας δίνει πληροφορίες στη “γλώσσα” μας: Αυτήν της μορφολογίας των εμβρύων. Εν αντιθέσει με άλλες τεχνικές που δίνουν αποτελέσματα σε gel ηλεκρτοφόρησης ή σε διαγράμματα φασμάτων το timelapse μας δίνει χρήσιμα δεδομένα με πρακτικό και άμεσα ερμηνεύσιμο τρόπο.

Τέλος, αξίζει να αναφερθούμε στις ανευπλοειδίες που αποτελούν ένα μεγάλο αίτιο αποτυχημένης εμφύτευσης και απώλειας εγκυμοσύνης έπειτα από εξωσωματική. Έχει προταθεί ότι οι μορφοκινητικές παράμετροι ενός εμβρύου μπορούν έως ένα βαθμό να εντοπίσουν ανευπλοειδίες σε έμβρυα. Στο κέντρο μας μελετήσαμε έμβρυα με βραδεία ανάπτυξη και στη συνέχεια εξετάσαμε τα χρωμοσώματα τους με την μέθοδο CGH όπου παρατηρήσαμε ανευπλοειδίες σε αυτά τα έμβρυα. Συνεχίζοντας σε αυτό το μονοπάτι ένας συνεργάτης μας, ο Steve Davies παρουσίασε τα δεδομένα του στο πανευρωπαϊκό συνέδριο εμβρυολογίας της ESHRE στην Κωνσταντινούπολη και βραβεύτηκε για την έρευνα του. Ο Davies είδε ότι έμβρυα με αργή μετάβαση από τα 2 στα 4 κύτταρα είχαν υψηλή συσχέτιση με ανευπλοειδίες. Τα έμβρυα με πολλαπλές ανευπλοειδίες είχαν ακόμη πιο καθυστερημένη ανάπτυξη. Από την άλλη ευπλοειδή έμβρυα είχαν γρήγορες μεταβάσεις από τα 2 στα 4 κύτταρα. Στο συνέδριο της ESHRE το 2013 η Natalia Basile από την IVI παρουσίασε ένα παρόμοιο σύστημα βαθμολόγησης εμβρύων βάσει μορφοκινητικής με αυτό του Meseguer συσχετίζοντας όμως τις βαθμολογίες με τον κίνδυνο να παρουσιαστεί ανευπλοειδία στο έμβρυο. Τα βαθμού Α έμβρυα ήταν 36% ευπλοειδή και αυτό το ποσοστό μειώνεται καθώς μικραίνει ο βαθμός του εμβρύου. Στην επίσης φετινή έρευνα που έχει προκαλέσει αίσθηση στα βρετανικά μέσα ενημέρωσης η Alison Campbell πρότεινε ένα μοντέλο πρόγνωσης κινδύνου ανευπλοειδίας βασισμένο σε μορφοκινητικές παραμέτρους. Αυτή η τεχνική ίσως δεν είναι αρκετά αναπτυγμένη για να αντικαταστήσει το PGS αλλά μας δείχνει έναν ακόμη τρόπο με τον οποίο το timelapse μας βοηθάει στην επιλογή εμβρύων.

Εν κατακλείδι, είναι πλέον σαφές πως η εποχή της μορφοκινητικής έχει φτάσει αφού πια η μέθοδος timelapse χρησιμοποιείται σε εργαστήρια σε όλον τον κόσμο. Πολύ ενθαρρυντικό είναι το γεγονός ότι όλη η πληθώρα ερευνητών και κλινικών ανά τον κόσμο έχουν βρει παρόμοια αποτελέσματα μεταξύ τους. Η μέθοδος έχει βελτιώσει τη γνώση μας για την προεμφυτευτική εμβρυική ανάπτυξη και έχει δώσει την δυνατότητα να κάνουμε πιο αντικειμενικές και τυποποιημένες αξιολογήσεις εμβρύων. Όλα τα συστήματα timelapse μπορούν να ενσωματωθούν με ευκολία στο εργαστήριο εξωσωματικής και δίνουν πρακτικά και ευκόλως ερμηνεύσιμα δεδομένα για την ανάπτυξη των εμβρύων. Μπορούμε να πάρουμε σημαντικές πληροφορίες για την διαίρεση των κυττάρων και να αποκλείσουμε έμβρυα με μη φυσιολογική διαίρεση, κατακερματισμό, πολυπυρήνωση κ.α, που υπό άλλες συνθήκες μπορεί να επιλέγαμε. Το timelapse είναι εμφανές λοιπόν ότι είναι ένα ισχυρό εργαλείο στα χέρια των εμβρυολόγων για την επιλογή των καλύτερων εμβρύων. Αυτή η επιλογή είναι πολύ πιθανό να οδηγήσει σε αυξημένα ποσοστά εγκυμοσυνών και γεννήσεων που είναι και ο τελικός στόχος όλων των ειδικών της υποβοηθούμενης αναπαραγωγής.


Giles Palmer, Αφροδίτη Σιαλακούμα, Ανδρέας Μακρής

 

Time lapse monitoring of IVF embryos: everyday experience..

Palmer Gartner curve

Palmer-Gartner hype Curve of Laboratory innovations

blogatbottom