Τρίτη, Μαρ 19th

Last updateΚυρ, 21 Φεβ 2021 9am

Font Size

SCREEN

Cpanel

Giles ivf

Άρθρα

Ο ΠΡΟΓΕΝΝΗΤΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΝΕΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ

Ο προγεννητικός έλεγχος νέες εξελίξεις

"Οι νέες εξελίξεις στον τομέα της μη επεμβατικής προγεννητικής διάγνωσης είναι πιθανό ακόμη και μέσα στα επόμενα 5 έτη να καταστήσει εφικτή αρχικά τη διάγνωση των συχνοτέρων αριθμητικών ανωμαλιών στο αίμα της εγκύου και στη συνέχεια τη διάγνωση όλων των χρωμοσωματικών ανωμαλιών".


Βούλα Βελισσαρίου, PhD
Διευθύντρια Τμήματος Γενετικής και Μοριακής Βιολογίας,
Γενική, Μαιευτική και Παιδιατρική Κλινική Μητέρα

E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

 

amnio

 

ΠΡΟΓΕΝΝΗΤΙΚΗ ΔΙΑΓΝΩΣΗ ΧΡΩΜΟΣΩΜΑΤΙΚΩΝ ΑΝΩΜΑΛΙΩΝ ΤΟΥ ΕΜΒΡΥΟΥ: ΠΑΡΟΝ και ΜΕΛΛΟΝ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Oι χρωμοσωματικές ανωμαλίες αποτελούν τα συχνότερα γενετικά νοσήματα στον άνθρωπο και μία από τις βασικές αιτίες:

1)νοητικής υστέρησης
2)καθυστέρησης της ενδομήτριας και μεταγεννητικής ανάπτυξης
3)ανωμαλιών του κρανιοπροσωπικού, σκελετικού, καρδιακού και ουρογεννητικού συστήματος.

Η συχνότερη χρωμοσωματική ανωμαλία είναι η τρισωμία 21, κλινική εικόνα της οποίας αποτελεί το σύνδρομο Down με συχνότητα 1 στις 800 γεννήσεις. 

 

Ο καρυότυπος του εμβρύου που προκύπτει από την κυτταρογενετική ανάλυση αποτελεί μέχρι σήμερα το χρυσό κανόνα γιά τη διάγνωση των χρωμοσωματικών ανωμαλιών:     

biology

 

Καρυότυπος θήλεος με GTG-banding

 

Ο καρυότυπος έχει όμως σοβαρούς περιορισμούς, κυρίως όσον αφορά στη διάγνωση υπομικροσκοπικών χρωμοσωματικών ανωμαλιών.

Υπολογίζεται ότι σε 10%-15% ασθενών με νοητική υστέρηση ή/και δυσμορφίες και φυσιολογικό καρυότυπο η αιτία είναι κάποια υπομικροσκοπική βλάβη στα χρωμοσώματα διαγνώσιμη μόνο με μεθόδους μοριακής κυτταρογενετικής ή μοριακής βιολογίας (1,2,3).

Ο προγεννητικός έλεγχος των χρωμοσωματικών ανωμαλιών του εμβρύου με κυτταρογενετική ανάλυση συνιστάται κυρίως στις κυήσεις με αυξημένο κίνδυνο λόγω 

 -προχωρημένης αναπαραγωγικής ηλικίας της μητέρας,

-ενδείξεων κατά τον βιοχημικό προγεννητικό έλεγχο πρώτου και δευτέρου τριμήνου,

-υπερηχογραφικών ανωμαλιών του εμβρύου,

-όταν ένας από τους γονείς είναι φορέας χρωμοσωματικής ανακατάταξης.


Πραγματοποιείται με

1)λήψη χοριονικών λαχνών (τροφοβλάστη)(11-13 εβδ)
2)με αμνιοπαρακέντηση (16-20 εβδ)
3) και με λήψη εμβρυϊκού αίματος (μετά τις 20 εβδ). 

Ο κίνδυνος αποβολής τόσο γιά τη λήψη χοριονικών λαχνών όσο και την αμνιοπαρακέντηση  κυμαίνεται από 0.5% έως 1% (4).

Η ανάπτυξη νέων μεθόδων βελτίωσης της διακριτικής ικανότητας των χρωμοσωματικών βλαβών, καθώς και η δυνατότητα μη επεμβατικής διάγνωσης στο αίμα της εγκύου που δεν θα θέτει σε κίνδυνο την κύηση, αποτελούν τους δύο σημαντικούς τομείς που πιστεύεται ότι θα αλλάξουν δραστικά το τοπίο στη προγεννητική διάγνωση τα επόμενα έτη.


Ο προγεννητικός καρυότυπος

Τη δεκαετία του ’80 εισήχθησαν δύο νέες μέθοδοι της μαιευτικής στη ρουτίνα της προγεννητικής διάγνωσης, η λήψη χοριονικών λαχνών και η λήψη του εμβρυϊκού αίματος (7,8). Έκτοτε έχουν πραγματοποιηθεί χιλιάδες προγεννητικοί καρυότυποι σε όλο τον κόσμο.

Σημαντική συμβολή στον τομέα αυτό είχε και η ραγδαία εξέλιξη σε τεχνικές σήμανσης και αναγνώρισης των χρωμοσωμάτων, όπως οι τεχνικές ζώνωσης GTG, RHG, Q-, και T-banding, οι οποίες για 30 ολόκληρα έτη υπήρξαν ανεκτίμητο εργαλείο του κυτταρογενετιστή για τη διάγνωση τόσο των αριθμητικών, όσο και των δομικών ανωμαλιών των χρωμοσωμάτων (9).
Η χρωμοσωματική κυτταρογενετική ανάλυση όμως με το συμβατικό καρυότυπο έχει τους εξής περιορισμούς :

Απαιτούνται 10 – 20 ημέρες για να καλλιεργηθούν τα κύτταρα και να ολοκληρωθεί η εξέταση. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να παρατείνεται η αγωνία της εγκύου.

Η διακριτική ικανότητα του καρυοτύπου φθάνει κάτω από τις καλύτερες προϋποθέσεις τις 3-5Mb. Μικρότερες χρωμοσωματικές ανωμαλίες, όπως μικροδιπλασιασμοί και μικροελλείμματα, που είναι δυνατό να προκαλέσουν σοβαρά σύνδρομα δεν ανιχνεύονται.

Οι μέθοδοι λήψης είναι επεμβατικές και υπάρχει πιθανότητα αποβολής (4).

Σήμερα η ραγδαία ανάπτυξη νέων πιο ευαίσθητων και ταχέων μεθόδων της μοριακής βιολογίας και μοριακής κυτταρογενετικής έρχεται να συμπληρώσει τη συμβατική διάγνωση με τον καρυότυπο με στόχο την επίλυση των παραπάνω προβλημάτων. Οι κυριότερες περιγράφονται παρακάτω.

Ανίχνευση ανευπλοειδιών με μοριακές μεθόδους

1)FISH: fluorescent in situ hybridization


Με τη FISH είναι δυνατό να ανιχνευθούν υπομικροσκοπικές χρωμοσωματικές  ανωμαλίες που δε φαίνονται στον καρυότυπο.Η τεχνική FISH είναι επίσης δυνατό να εφαρμοσθεί σε μη καλλιεργημένους μεσοφασικούς πυρήνες αμνιακού υγρού και αυτό επιτρέπει την ταχεία προγεννητική διάγνωση των συχνότερων χρωμοσωματικών ανωμαλιών του εμβρύου.

 

gene-ivf

Διάγνωση του μικροελλείμματος 22q11 στο σύνδρομο  di
George με FISH


Η ανάπτυξη ειδικών DNA ανιχνευτών για τα χρωμοσώματα 13, 18, 21, Χ και Υ κατέστησε δυνατή  την ταχεία διάγνωση των συχνότερων ανευπλοειδιών σε μικρές ποσότητες αμνιακού υγρού και χοριονικών λαχνών σε 24 με 48 ώρες

picture_ivf

 

Eφαρμογή της FISH σε μετάφαση με ανιχνευτές για τα χρωμοσώματα 13, 18, 21, Χ και Υ (b) Ταχεία προγεννητική διάγνωση με FISH σε μεσοφασικούς πυρήνες αμνιακού υγρού (b,c,d).       

2)Η ποσοτική φθορίζουσα αντίδραση της πολυμεράσης (QF-PCR: quantitative fluorescent polymerase chain reaction)

Aποδεικνύεται η πλέον αξιόπιστη μέθοδος για την ταχεία διάγνωση των συχνοτέρων χρωμοσωματικών ανωμαλιών του εμβρύου (10). Βασίζεται στη σχετική ποσοτικοποίηση μικροδορυφορικών αλληλομόρφων για τον καθορισμό επαναλήψεων που ποικίλλουν από άτομο σε άτομο. Πολλαπλασιάζεται το DNA με τη χρήση φθοριζόντων εκκινητών και στη συνέχεια διαχωρίζεται βάση μεγέθους με την εμφάνιση χαρακτηριστικών κορυφών (11).

Σε φυσιολογικούς ετεροζυγώτες η αναλογία φθορισμού των δύο κορυφών που αναλογούν στα προϊόντα της PCR πρέπει να είναι 0,8-1,4 (δισωμικό διαλληλικό) (εικ. 4α). Μικρός αριθμός ομοζυγωτών εμφανίζει μια κορυφή (δισωμικό μονοαλληλικό). Σε ασθενείς με τρισωμία ανιχνεύονται είτε δύο κορυφές με αναλογία 1:2(εικ. 4β), είτε τρεις κορυφές με αναλογία 1:1:1 (τρισωμικά τριαλληλικά)(εικ. 4γ).

ivf-test


Ηλεκτροφορογραφήματα  δειγμάτων αμνιακού υγρού με τη μέθοδο QF-PCR α. δισωμικό άρρεν β. τρισωμικό θήλυ ..γ. τρισωμικό άρρεν

 

3)Η πολλαπλή ενίσχυση ανιχνευτών εξαρτώμενη από την αντίδραση λιγάσης (MLPA: multiplex ligation-dependent probe amplification)(12).

Η μέθοδος αυτή εφαρμόζεται για τη διερεύνηση μεγάλου αριθμού νοσημάτων των οποίων η αιτιολόγηση περιλαμβάνει μικροελλείμματα ή/και μικροδιπλασιασμούς.

Η αρχή της μεθόδου βασίζεται στην υβριδοποίηση δυο ειδικών ανιχνευτών ανά περιοχή-στόχο οι οποίοι συνδέονται μεταξύ τους με την αντίδραση της λιγάσης μόνον εφόσον οι ανιχνευτές είναι ειδικά υβριδοποιημένοι. Στη συνέχεια ακολουθείται αντίδραση PCR με εκκινητές συνδεδεμένους με φθοριόχρωμα και διαχωρισμός των προϊόντων της αντίδρασης όπως και στη QF-PCR.

Η σύγκριση της έντασης φθορισμού του υπό εξέταση δείγματος με φυσιολογικό πρότυπο οδηγεί στην ανίχνευση μικροελλείμματος ή μικροδιπλασιασμού. Έτσι, αν δεν υπάρχει στατιστικώς σημαντική μεταβολή το δείγμα είναι φυσιολογικό, ενώ αν ανευρίσκεται μεταβολή της τάξης του 35%-50% διαγιγνώσκεται αντιστοίχως η ποσοτική αλλαγή στο γενετικό υλικό.

Ο έλεγχος με MLPA συνιστάται σε περιπτώσεις που στο έμβρυο παρατηρούνται σοβαρά υπερηχογραφικά ευρήματα, όπως καρδιακές ανωμαλίες, αυξημένη αυχενική διαφάνεια, υπολειπομένη ανάπτυξη κ.α. ενώ ο καρυότυπος είναι φυσιολογικός.

Όλες οι παραπάνω μέθοδοι και τεχνολογίες έχουν το μειονέκτημα ότι είναι σε θέση να ανιχνεύσουν τις συγκεκριμένες ανευπλοειδίες για τις οποίες έχουν σχεδιαστεί.

Σε αναδρομική μελέτη αναφέρεται ότι αν εφαρμοσθεί μόνο ταχεία προγεννητική διάγνωση με FISH ή QF-PCR, 1 στα 100 δείγματα αμνιακών υγρών και 1 στα 40 δείγματα χοριονικών λαχνών θα είχαν κάποια μη διαγνωσμένη χρωμοσωματική ανωμαλία. Από αυτές 30% και 45% αντίστοιχα, σχετίζονται με παθολογικό έμβρυο (14).

Επίσης, υπολογίζεται ότι αν στο αμνιακό υγρό το αποτέλεσμα εξάγεται μόνο από τη QF-PCR δεν θα διαγνωσθούν 32.2% κλινικά σημαντικών χρωμοσωματικών ανωμαλιών (15).  Στο δικό μας εργαστήριο σε σύνολο 1250 δειγμάτων χοριονικών λαχνών υπολογίζεται ότι το αντίστοιχο ποσοστό είναι 24%. Λόγω λοιπόν αυτών των περιορισμών, η επιστημονική κοινότητα συμφωνεί ότι ο συμβατικός καρυότυπος μετά από καλλιέργεια πρέπει να εξακολουθεί να εφαρμόζεται και ότι οι μοριακές μέθοδοι πρέπει να συμπληρώνουν και όχι να αντικαθιστούν (14,15,16).

Μοριακός Καρυότυπος

Η νέα μέθοδος με την οποία ανιχνεύονται όλες οι χρωμοσωματικές ανωμαλίες σε ολόκληρο το γονιδίωμα με μία εξέταση είναι η  microarray-CGH (comparative genomic hybridization: συγκριτικός γενωμικός υβριδισμός με μικροσυστοιχίες) ή πιο απλά ο μοριακός καρυότυπος. Εξαίρεση αποτελούν οι ισοζυγισμένες μεταθέσεις και αναστροφές, καθώς και οι πολυπλοειδίες που διαγιγνώσκονται μόνο με το συμβατικό καρυότυπο.

Μοριακός Καρυότυπος:

molecular

 

Για την εφαρμογή του μοριακού καρυοτύπου DNA του ασθενούς και DNA φυσιολογικού ατόμου σημαίνονται με δύο διαφορετικά φθοριοχρώματα και υβριδοποιούνται σε πλακίδιο που έχει στην επιφάνεια καθηλωμένo το DNA όλου του γονιδιώματος σε τμήματα.

molecules

 

Σχηματική απεικόνιση της μεθόδου microarray-CGH

dna_chip

 

microarray-CGH

Η διακριτική ικανότητα εξαρτάται από τον αριθμό και το μέγεθος των τμημάτων DNA στο πλακίδιο(17). Πρόσφατα δύο ανεξάρτητες επιστημονικές ομάδες έδειξαν ότι ο μοριακός καρυότυπος είναι δυνατό να εφαρμοσθεί με επιτυχία στην προγεννητική διάγνωση εξασφαλίζοντας τη διάγνωση όλου του φάσματος των χρωμοσωματικών ανωμαλιών μεγέθους >1Μb, υπενθυμίζοντας ότι η διακριτική ικανότητα του συμβατικού καρυοτύπου είναι 3-5Μb (18,19).


chip-lab


Κλίμακα της διακριτικής ικανότητας των μεθόδων ανίχνευσης  των χρωμοσωματικών ανωμαλιών


To ερώτημα λοιπόν είναι γιατί δεν αντικαθίσταται ο συμβατικός καρυότυπος από το μοριακό;

Ο κυριότερος λόγος είναι αυτός που αφορά στην ερμηνεία των αποτελεσμάτων. Ο αριθμός των επαναλήψεων του DNA που ποικίλλει από άτομο σε άτομο (copy number variation) αποτελεί συχνά αιτία πολυμορφισμών χωρίς καμία κλινική επίπτωση (20,21).

Είναι εντυπωσιακό ότι έχουν αναφερθεί μεγάλες ελλείψεις ή διπλασιασμοί της τάξης ακόμη και των 10Mb χωρίς κλινικές επιπτώσεις (16).

Επίσης, είναι δυνατό η ίδια ακριβώς χρωμοσωματική ανωμαλία να μην προκαλεί κανένα πρόβλημα στον γονέα, ενώ να δημιουργεί σοβαρότατη παθολογία στο έμβρυο. Είναι πιθανό να πρέπει συνυπάρχουν και άλλα γενετικά ή περιβαλλοντικά αίτια γιά να προκληθούν ανωμαλίες του εμβρύου.

Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι όταν ένα άτομο διαγνωσθεί με νοητική υστέρηση ή/και δυσμορφίες μετά τη γέννηση και αποκαλύπτεται ότι υπάρχει υπομικροσκοπική χρωμοσωματική ανωμαλία στο μοριακό καρυότυπο, είναι λογικό να υποτεθεί ότι υπάρχει συσχέτιση. Όταν όμως ανιχνευθεί μια de novo μικρή αλλαγή στο μοριακό καρυότυπο του εμβρύου, πως θα το αξιολογήσουμε κυρίως όταν δεν συνυπάρχουν υπερηχογραφικές ανωμαλίες;  Αυτό θα είναι εφικτό μόνον όταν θα έχουν καταγραφεί όλες οι χρωμοσωματικές ανωμαλίες και ο φαινότυπος που προκύπτει από αυτές.

Σε αυτή τη τεράστια προσπάθεια καλούνται να συνεισφέρουν όλες οι ομάδες που εφαρμόζουν το μοριακό καρυότυπο καταθέτοντας τα αποτελέσματα τους σε δύο κεντρικές βάσεις δεδομένων (DECIPHER και ECARUCA). Συνεπώς, πριν αρχίσει η εφαρμογή του μοριακού καρυοτύπου στην προγεννητική διάγνωση σε επίπεδο ρουτίνας θα πρέπει να είμαστε σε θέση να ερμηνεύσουμε τα αποτελέσματα και να τα συσχετίζουμε με το φαινότυπο.

Mη επεμβατική προγεννητική διάγνωση

Είναι γνωστό εδώ και πολλά έτη  ότι κύτταρα του εμβρύου κυκλοφορούν στο αίμα της εγκύου.  Παρ’ όλα αυτά οι διάφοροι τύποι εμβρυϊκών κυττάρων στο αίμα της εγκύου χαρακτηρίστηκαν τη δεκαετία του ’70.

Πρώτη η Bianchi και συνεργάτες μελέτησαν το 1992 τη δυνατότητα προγεννητικής διάγνωσης γενετικών νοσημάτων σε εμπύρηνα εμβρυϊκά ερυθροκύτταρα, κυρίως γιατί

1)είναι μονοπύρηνα
2)ανιχνεύονται στο αίμα της εγκύου κατά το πρώτο τρίμηνο της κύησης 3)είναι σχετικά καλά διαφοροποιημένα και
4)έχουν περιορισμένο χρόνο ζωής (22).

Παρ’ όλο που αρχικά η χρήση αυτών των κυττάρων φαινόταν να υπόσχεται πολλά για την προγεννητική διάγνωση, στην πορεία αποκαλύφθηκαν σοβαρά προβλήματα.

Τα κυριότερα φαίνεται να είναι:

-ο εξαιρετικά μικρός αριθμός τους στο μητρικό αίμα
-τα εμπύρηνα ερυθροκύτταρα στο αίμα της εγκύου είναι μητρικής προέλευσης (24,25).
-η κακή ποιότητα των πυρήνων αυτών των κυττάρων η οποία δεν επιτρέπει πάντα την επιτυχή εφαρμογή της FISH (26).

Σημαντική έρευνα στον τομέα αυτό έχει γίνει και από ερευνητικές ομάδες της χώρας μας (27). 
Η ανακάλυψη εξωκυτταρικού εμβρυϊκού DNA (cff-DNA : cell free fetal DNA) από το Lo και συνεργάτες το 1997 υπήρξε σημαντικότατο βήμα στην μη επεμβατική προγεννητική διάγνωση. 

Έχει επιτευχθεί επιτυχής διάγνωση στο αίμα της εγκύου με cff-DNA για γονιδιακά νοσήματα όπως στη χορία του Huntington όπου η μεταλλαγή είναι πατρικής προέλευσης ενώ είναι απούσα στη μητέρα (29).

Και σε αυτή την περίπτωση όμως η συνύπαρξη μεγάλης ποσότητας μητρικoύ DNA καθιστά την προσέγγιση αυτή ανέφικτη σε περιπτώσεις μονογονιδιακών νοσημάτων όπου και οι δύο γονείς είναι φορείς κάποιας μεταλλαγής.

Στην κλινική πράξη οι παραπάνω μεθολογίες έχουν αποδειχθεί χρήσιμες στην επιτυχή διάγνωση του φύλου του εμβρύου σε περιπτώσεις φυλοσύνδετου νοσήματος, καθώς και στον παράγοντα rhesus (RhD) του εμβρύου σε περιπτώσεις RhD(-) εγκύων γυναικών (30).  

Η πλέον υποσχόμενη προσέγγιση φαίνεται να είναι η ανίχνευση DNA αλληλουχιών με την τεχνολογία των μικροσυστοιχιών (microarray) που παρουσιάζουν διαφορετική μεθυλίωση στο DNA στο αίμα της μητέρας από αυτή στο DNA του εμβρύου.

Επίσης, πολύ πρόσφατα αναφέρεται ότι είναι πιθανόν να χρησιμοποιηθεί το εξωκυτταρικό εμβρυϊκό RNA (cff-RNA : cell free fetal RNA) για τη μη επεμβατική διάγνωση των εμβρύων με τρισωμία 21.

Απ’ ότι φαίνεται το ccf-RNA έχει δύο βασικά πλεονεκτήματα σε σχέση με το cff-DNA:

1)είναι δυνατό να απομονωθούν RNA μόρια που εκφράζονται μόνο στον πλακούντα και σε κανένα μητρικό ιστό, και
2)τα διάφορα είδη cff-RNA βρίσκονται σε πολύ μεγαλύτερες ποσότητες από το cff-DNA των αντίστοιχων τόπων.

Ήδη έχει περιγραφεί το προϊόν μεταγραφής PLAC4 που εκφράζεται μόνο στον πλακούντα και το αντίστοιχο γονίδιο, χαρτογραφείται στο χρωμόσωμα 21(33). Φαίνεται λοιπόν λογικό η ποσοτικοποίηση του να είναι δυνατό να χρησιμοποιηθεί για την ανίχνευση των αριθμών αντιγράφων του χρωμοσώματος 21.

Τις επιστημονικές ομάδες που ασχολούνται με την ανάπτυξη των παραπάνω μεθόδων, καθώς και τη συλλογή των δειγμάτων συντονίζει το δίκτυο SAFE (The Special Non-Invasive Advances in Fetal and Neonatal Evaluation Network) που στηρίζεται από το Έκτο Πρόγραμμα Στήριξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης με στόχο την εφαρμογή της μη επεμβατικής προγεννητικής διάγνωσης σε επίπεδο ρουτίνας.

Συμπεράσματα
                 
 Όταν ξεπερασθούν οι δυσκολίες ερμηνείας των ευρημάτων με το μοριακό καρυότυπο που υπολογίζεται ότι θα είναι περίπου στις αρχές της επόμενης δεκαετίας και οι εξελίξεις στην τεχνολογία θα μειώσουν το κόστος, που είναι σήμερα δυσανάλογο υψηλό, προβλέπεται ο συμβατικός καρυότυπος σε πολλές περιπτώσεις να αντικαθίσταται από το μοριακό.
  
Επίσης, προσδοκούμε ότι οι νέες εξελίξεις στον τομέα της μη επεμβατικής προγεννητικής διάγνωσης είναι πιθανό ακόμη και μέσα στα επόμενα 5 έτη να καταστήσει εφικτή αρχικά τη διάγνωση των συχνοτέρων αριθμητικών ανωμαλιών στο αίμα της εγκύου και στη συνέχεια τη διάγνωση όλων των χρωμοσωματικών ανωμαλιών με το μοριακό  καρυότυπο.

Προς το παρόν η αποτελεσματικότερη προσέγγιση για την προγεννητική διάγνωση των χρωμοσωματικών ανωμαλιών του εμβρύου παραμένει η εξαγωγή ενός πρώτου αποτελέσματος σε χοριονικές λάχνες ή αμνιακό υγρό με την τεχνική ταχείας προγεννητικής διάγνωσης QF-PCR για τις συχνότερες τρισωμίες (τρισωμίες-13, 18, 21) σε 24-48 ώρες και στη συνέχεια ολοκλήρωση της εξέτασης με το συμβατικό καρυότυπο μετά από καλλιέργεια.

   
Η εφαρμογή τεχνικών όπως της MLPA για τη διάγνωση συνδρόμων μικροελλειμάτων ή μικροδιπλασιασμών ή του μοριακού καρυοτύπου συνιστώνται σε ειδικές περιπτώσεις όπου, είτε παρατηρούνται υπερηχογραφικές ανωμαλίες του εμβρύου, είτε de novo χρωμοσωματικές ανακατατάξεις που δεν ανιχνεύονται στους γονείς.

Σε κάθε περίπτωση όμως δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι για πάνω από 30 έτη ο συμβατικός προγεννητικός καρυότυπος έχει αποτελέσει το πλέον χρήσιμο εργαλείο στη διάγνωση των χρωμοσωματικών ανωμαλιών του εμβρύου.

Μέχρι να αποδειχθεί ότι οι νέες μεθοδολογίες είναι εξίσου αποτελεσματικές οφείλουμε να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί προκειμένου να μη διακοπούν κυήσεις υγιών εμβρύων ή γεννηθούν νεογνά με χρωμοσωματικές ανωμαλίες.

                 

Βιβλιογραφία    
Menten B, Maas N, Thienpont B, Buysse K, Vandesompele J, Melotte C, et.al. Emerging patterns of cryptic chromosomal imbalance in patients with idiopathic mental retardation and multiple congenital anomalies: a new series of 140 patients and review of published reports. J Med Genet. 43(8):625-33.2006
Kirchhoff M, Gerdes T, Brunebjerg S, Bryndorf T.  Investigation of patients with mental retardation and dysmorphic features using comparative genomic hybridization and subtelomeric multiplex ligation dependent probe amplification. Am J Med Genet A. 15;1393(3):231-3. 2005
Kirchhoff M, Bisgaard AM, Gerdes T, Bryndorf T.  MLPA analysis for a panel of syndromes with mental retardation reveals imbalances in 5.8% of patients with mental retardation and dysmorphic features, including duplications of the Sotos syndrome and Williams-Beuren syndrome regions. Eur J Med Genet. 50(1):33-42.2007
Caughey AB, Hopkins LM, Norton ME. Chorionic villus sampling compared with amniocentesis and the difference in the rate of pregnancy loss. Obstet Gynecol. 108;612-616.2006
Steele MW, Breg WR. Chromosome analysis of human amniotic fluid cells. Lancet 1:383.1996
Jacobson CB, Barter RH. Intrauterine diagnosis and management of genetic defects. Am J Obstet Cynecol. 99(6), 796-807.1967
Nikolaides K, Rodeck CH. Prenatal diagnosis. Fetoscopy. Br. J Hosp. Med. 31(6):396-405.1984
Brambati B, SimoniG. Diagnosis of fetal trisomy 21 in first trimester. Lancet. 1(8324):586. 1983
Drets ME, Shaw MW. Specific banding patterns of human chromosomes. Proc Natl Acad Sci. 68:2073-2077.1971
Adinolfi M, Sherlock J. Prenatal detection of chromosome disorders by QF-PCR. Lancet. 29; 358(9287):130-1. 2001  
Mann K, Donaghue C, Fox SP, Docherty Z, Ogilvie CM. Strategies for the rapid prenatal diagnosis of chromosome aneuploidy. Eur J Hum Genet. 12(11):907-915. 2004
Gerdes T, Kirchhoff M, Lind AM, Larsen GV, Schwartz M, Lundsteen C. Computer-assisted prenatal aneuploidy screening for chromosome 13, 18, 21, X and Y based on multiplex ligation-dependent probe amplification (MLPA). Eur J Hum Genet. 13(2):171-175. 2005
Homer J, Bhatt S, Huang B, Thangavelu M. Residual risk for cytogenetic abnormalities after prenatal diagnosis by interphase fluorescence in situ hybridisation (FISH). Prenat Diagn. 23:566-571. 2003
Caine A, Maltby AE, Parkin CA, Waters JJ, Crolla JA. Prenatal detection of Down’s syndrome by rapid aneuploidy testing for chromosome 13, 18 and 21 by FISH or PCR without a full karyotype: a cytogenetic risk assessment. Lancet. 366(9480):123-128. 2005
Kozlowski P, Grund J, Hichmann G, Stressing R, Knippel AJ. Quantitative fluorescent polymerase chain reaction versus cytogenetics: risk-related indication and clinical implication of nondetected chromosomal disorders. Fetal Diagn Ther. 21(2):217-23. 2006
Vermeesch JR, Fiegler H, de Leeuw N, SzuhaiK, Schoumans J, Ciccone R, et.al. Guidelines for molecular karyotyping in constitutional genetic diagnosis. Eur J Human Genet. 18. 2007
Albertson DG, Pinkel D. Genomic microarrays in human genetic disease and cancer. Human Mol Genet. 15; 12 Spec no 2:R145-52. 2003
Rickman L, FiegleerH, Shaw-Smith C, Nash R, Crigliano V, Voglino G, et al. Prenatal detection of unbalanced chromosomal rearrangements by array CGH. J Med Genet. 43(4):353-361. 2006
Sahoo T, Cheung SW, Ward R, Darilek S, Patel A, del Gaudio D, et al. Prenatal diagnosis of chromosomal abnormalities using array-based comparative genomic hybridisation. Genet Med. 8(11):719-27. 2006
Iafrate AJ, Feuk L, Rivera MN, Listewnik ML, Donahoe PK, QI Y, et.al. Detection of large-scale variation in the human genome. Nat Genet. 36(9):949-951. 2004
Sebat, J, Lakshmi B, Troge J, Alexander J, Young J, Lundin P, et al. Large-scale copy number polymorphism in the human genome. Science JID – 0404511, 305(5683):525-528. 2004
Bianchi DW, Klinger KW. Prenatal diagnosis through the analysis of fetal cells in the maternal circulation. En: Genetics disorders and the fetus (3a Ed.). Milunski A (ed.) The John Hopkins University Press, Baltimore. pp. 759-770.1992
Rodriguez del Alba m, Palomino P, Gonzalez-Gonzalez C, Lorda-SanchezI, Ibanez MA, Sanz R, et.al. Prenatal diagnosis on fetal cells from maternal blood: practical comparative valuation between the first and second trimester. Prenat Diagn 21:165-170. 2001
Slunga-Tallberg A, El-Rifai W, Keinanen M, Ylinen K, Kurki T, Klinger K, et al. Maternal origin of nucleated erythrocytes in peripheral venous blood of pregnant women. Hum Genet. 96:53-57. 1995
Troeger C, Zhong XY, Burgemeister R, Minderer S, Tercanli S, Holzgreve W, et.al. Approximately half of the erythoblasts in maternal blood are of fetal origin. Mol Human Reprod. 5(2):1162-1165. 1999
Mergenthaler S, Babochkina T, Kiefer V, LapaireV, HolzgrevrW, Hanh S. FISH analysis of all fetal nucleated cells in maternal whole blood: Improved specificity by the use of two Y-chromosome probes. J Histochem Cytochem. 53(3):319-322. 2005
Mavrou A, Kouvidi E, Antsaklis A, Souka A, Kitsiou Tzeli S, Kolialexi A. Indefication of nucleated red blood cells in maternal circulation: a second step in screening for fetal aneuploidies and pregnancy cpmlications. Prenat Diagn. 27(2):150-3. 2007
Dennis Lo YM, Corbetta N, Chamberlain PF, RaiV, Sargent IL, Redman CW, et.al. Presence of fetal DNA in maternal plasma and serum. Lancet. 350(9076):485-487. 1997
Gonzalez-Gonzalez MC, Garcia-Hoyos M, Trujillo MJ, Ridriguez de Alba M, Lorda-Sanchez I, Diaz-Recasens  J, et.al. Prenatal detection of a cystic fibrosis mutation in fetal DNA from maternal plasma. Prenat Diagn. 22(10):946-8. 2002
Van Der Schoot CE, Soussan AA, Koelewijn J, Bonsel G, Paget-Christiaens LG, De Haas M. Non-invasive antenatal RHD typing. Transfus Clin Biolo. 13(1-2):53-7. 2006
Maron JL, Bianchi DW. Prenatal diagnosis using cell-free nucleic acids in maternal body fluids: a decade of progress. AmJ Med Genet C Semin Med Genet. 15; 145(1):5-17. 2007
Hahn S, Zhong X, Holzgreve W. Non-invasive prenatal diagnosis of Down’s syndrome. Lancet. 16; 369(9578):1997-8. 2007
Dennis Lo YM, Chiu RW. Prenatal diagnosis: progress through plasma nucleic acids. Nat Rev Genet. 8(1):71-7. 2007

 

 

blogatbottom